- Κάθετος
ΣΥΝ:κατακόρυφος,ραγδαίος,απότομος,απόλυτος,αδιαπραγμάτευτος,άμεσος,πλήρης,ευθύς
ΑΝΤ:οριζόντιος,παράλληλος,σταδιακός,ελαστικός,μετριοπαθής,διαλλακτικός,προοδευτικός
- Καθησυχάζω
ΣΥΝ:καλμάρω,ηρεμώ,γαληνεύω,κατευνάζω,καταπρΰνω,διαψεύδω,καταλαγιάζω,εγγυώμαι
ΑΝΤ:ανησυχώ,αναστατώνω,διεγείρω,εντείνω,τροφοδοτώ,ενισχύω,ερεθίζω,ταράζω,φορτίζω
- Καθιστώ
ΣΥΝ:διορίζω,βάζω,διορίζω,τοποθετώ,κάνω,ονομάζω,βαφτίζω,χαρακτηρίζω,ορίζω
- Καθοδηγώ
ΣΥ:κατευθύνω,προσανατολίζω,οδηγώ,νουθετώ,συμβουλεύω,υποδεικνύω,χειραγωγώ,ελέγχω
ΑΝΤ:αποπροσανατολίζω,παραπλανώ,αποπλανώ,εξαπατώ,συγχύζω,μπερδεύω,αποκρύπτω
- Καθολικός
ΣΥΝ:συνολικός,γενικός,πλήρης,παγκόσμιος,συλλογικός,κοινός,πανανθρώπινος
ΑΝΤ: μερικός, ειδικός, περιορισμένος, ιδιαίτερος, εντοπισμένος
- Καινοτομία
ΣΥΝ: νεωτερισμός, πρωτοπορία, πρωτοποριακότητα, εφεύρεση, επινόηση
- Καινούριος
Σ:νέος,αχρησιμοποίητος,άθικτος,πρωτοφανής,πρωτάκουστος,παράδοξος,πρόσφατος,φρέσκος
ΑΝΤ:παλιός,μεταχειρισμένος,φθαρμένος,ξεπερασμένος,αναχρονιστικός,χρησιμοποιημένος
- Καίριος
ΣΥΝ:έγκαιρος,εύστοχος,αποτελεσματικός,δραστικός,καθοριστικός,αποφασιστικός,κρίσιμος
Α:άκαιρος,άστοχος,άσκοπος,ατελέσφορος,επιπόλαιος,ασήμαντος,δευτερεύων,επιφανειακός
w Κακεντρεχής
ΣΥ:μοχθηρός,φθονερός,κακός,χαιρέκακος,δόλιος,ύπουλος,πονηρός,μπαμπέσης,κακόβουλος
ΑΝΤ:αγαθός,καλός,ανεξίκακος,άκακος,ευγενής,καλοπροαίρετος,καλότροπος,άδολος,αγνός
- Κάμπτω
ΣΥΝ:λυγίζω,καμπυλώνω,στρεβλώνω,καταβάλλω,αποθαρρύνω,νικώ,υποκύπτω,υποχωρώ
ΑΝΤ:ισιώνω,ευθυγραμμίζω,ισχυροποιώ,εκτείνω,αντιστέκομαι,επιβάλλομαι,επικρατώ
- Καρτερώ
ΣΥΝ:αναμένω,προσδοκώ,υπομένω,εμμένω,ανέχομαι,παραμονεύω,καραδοκώ,προσμένω
ΑΝΤ:ξεχνώ,αδιαφορώ,αγνοώ,ανυπομονώ,αγανακτώ,εμφανίζομαι,συναντώ,δυσφορώ
- Καταγγέλλω
ΣΥΝ:μηνύω,ενοχοποιώ,ξεσκεπάζω,αποκαλύπτω,κατηγορώ,αναστέλλω,εγκαλώ,εκθέτω
ΑΝΤ:συγκαλύπτω,προστατεύω,αποκρύπτω,αποσιωπώ,συναινώ,συνηγορώ,δικαιολογώ
- Καταγίνομαι
ΣΥΝ:ασχολούμαι,αναλώνομαι,καταπονούμαι,επιδίδομαι,αφοσιώνομαι,επαγγέλομαι
ΑΝΤ: απρακτώ, κάθομαι, αδρανώ, οκνώ, τεμπελιάζω, αδιαφορώ
- Καταγράφω
ΣΥΝ:ταξινομώ,μαγνητοσκοπώ,παρουσιάζω,περιγράφω,απαθανατίζω,εντυπώνω,εμφανίζω
ΑΝΤ: διαγράφω, σβήνω, απαλείφω, ξεγράφω, αποσιωπώ, αγνοώ, παρακάμπτω
- Καταδεκτικός
ΣΥΝ:συγκαταβατικός,επιεικής,ελαστικός,ήπιος,απλός,προσιτός,ανοιχτός,ταπεινός,σεμνός
ΑΝΤ:ακατάδεκτος,υπερόπτης,φαντασμένος,επηρμένος,οιηματίας,απλησίαστος,αυστηρός
- Καταιγισμός
ΣΥΝ: ομοβροντία, πλήθος, πληθώρα, χείμαρρος, βροχή
- Καταισχύνη
ΣΥΝ:αίσχος,ατίμωση,εξευτελισμός,ρεζίλεμα,γελοιοποίηση,διασυρμός,ταπείνωση,όνειδος
ΑΝΤ: υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι, καταξίωση
- Κατακραυγή
ΣΥΝ:αποδοκιμασία,καταφορά,κράξιμο,καθύβριση,δυσφορία,δυσανασχέτηση,καταδίκη
ΑΝΤ:επιδοκιμασία,επευφημία,ενθουσιασμός,ικανοποίηση,συνηγορία,υπεράσπιση,έγκριση
- Κατάκτηση
ΣΥΝ:κατάληψη,κυρίευση,επίτευξη,απόκτηση,πραγματοποίηση,κατοχή,εξερεύνηση
ΑΝΤ:απελευθέρωση,αστοχία,αποτυχία,επιδιώξεις,στόχοι,διεκδικήματα
- Καταλήγω
ΣΥΝ:τερματίζω,τελειώνω,οδηγώ,πεθαίνω,αποβαίνω,συμπεραίνω,αποφασίζω,καταντώ
ΑΝΤ: αρχίζω, ξεκινώ
- Κατανέμω
ΣΥΝ:επιμερίζω,διαιρώ,αποδίδω,διαμοιράζω,χωρίζω,διανέμω,κατατάσσω
ΑΝΤ: συνενώνω, συγκεντρώνω, ενοποιώ, ολοποιώ
- Κατανοώ
ΣΥ:καταλαβαίνω,συμμερίζομαι,συμππονώ,νιώθω,αφουγκράζομαι,συνειδητοποιώ,εμπεδώνω
ΑΝΤ:αδιαφορώ,περιφρονώ,αγνοώ,περιγελώ,υποτιμώ,αντιμάχομαι,εναντιώνομαι,τιμωρώ
- Κατάπληκτος
ΣΥΝ:έκπληκτος,έκθαμβος,άφωνος,άναυδος,ενεός,εκστατικός,εμβρόντητος,άλαλος,σύξυλος
ΑΝΤ:απαθής,ατάραχος,ασυγκίνητος,αδιάφορος,ψυχρός,χαλαρός,προετοιμασμένος
- Καταργώ
ΣΥΝ:ακυρώνω,καταλύω,ανατρέπω,αποπέμπω,ανακαλώ,απομακρύνω,αφαιρώ,απαγορεύω
ΑΝΤ:ενεργοποιώ,θεσπίζω,καθιερώνω.επικυρώνω,εγκαθιδρύω,εγκαθιστώ,διορίζω,εφαρμόζω
- Καταρρίπτω
ΣΥ:κατεβάζω,πετυχαίνω,πλήττω,χτυπώ,ανατρεπω,αντικρούω,διαψεύδω,υπερβαίνω,ξεπερνώ
ΑΝΤ:αστοχώ,αποτυγχάνω,ισχυροποιώ,επαληθεύω,επιβεβαιώνω,επικυρώνω,υστερώ,ενισχύω
- Κατατάσσω
Σ:ταξινομώ,συγκαταθέτω,τακτοποιώ,κατηγοριοποιώ,κατανέμω,λογαριάζω,συμπεριλαμβάνω
ΑΝΤ:ανακατεύω,αναμειγνύωβ,συγχέω,μπερδεύω,ισοπεδώνω,αντιμετωπίζω
w Καταχθόνιος
ΣΥΝ:υπόγειος,υποχθόνιος,σκοτεινός,σατανικός,διαβολικός,κακός,φθονερός,επίβουλος,υστερόβουλος,πανούργος
ΑΝ:επιχθόνιος,υπέργειος,ουράνιος,επουράνιος,ευθύς,ντόμπρος,μπεσαλής,αγγελικός,αγαθός,καλός,τίμιος
- Κατευθύνω
ΣΥΝ:οδηγώ,προσανατολίζω,επηρεάζω,χειραγωγώ.ελέγχω,επιδιώκω,αποβλέπω,καθορίζω
ΑΝΤ:αποπροσανατολίζω,παραμελώ,επιστρέφω,αδιαφορώ,αυτενεργώ,αυτοκαθορίζομαι
- Κατευνάζω
Σ:ηρεμώ,γαληνεύω,ησυχάζω,χαλαρώνω,μαλακώνω,καλμάρω,αμβλύνω,κατασιγάζω,μειώνω
ΑΝΤ:διεγείρω,εξάπτω,φουντώνω,καλλιεργώ,υποδαυλίζω,τροφοδοτώ,εντείνω,δυναμώνω
- Κατέχω
ΣΥΝ: εξουσιάζω, διοικώ, κυριεύω, κατακτώ, ελέγχω, καταπιέζω, γνωρίζω
ΑΝΤ:στερούμαι,χάνω,αποχωρώ,αγνοώ,απαλλάσσω,λυτρώνω,απλευθερώνω,εκλείπω
- Κατηγορηματικός
ΣΥΝ:απερίφραστος,ρητός,απόλυτος,κάθετος,σαφής,ξεκάθαρος,ανεπιφύλακτος,καθαρός
ΑΝΤ:ασαφής,αβέβαιος,επιφυλακτικός,διστακτικός,αόριστος,διφοφούμενος,περιοριστικός
- Κατόρθωμα
ΣΥΝ:επίτευγμα,επιτυχία,άθλος,ανδραγάθημα,ηρωισμός,(ειρ)βλακεία,επιπολαιότητα
ΑΝΤ: αποτυχία, φιάσκο, ναυάγιο, ρεζιλίκι
- Κατοχυρώνω
ΣΥΝ:εξασφαλίζω,σιγουρεύω,προστατεύω,θωρακίζω,διαφυλάττω,συντηρώ,οριστικοποιώ
Α:εκθέτω,παραμελώ,αδιαφορώ,διακινδυνεύω,ρισκάρω,διακυβεύω,πλήττω,επιτίθεμαι,βλάπτω
- Κεντρίζω
ΣΥΝ:τσιμπώ,αγκυλώνω,εξέπτω,διεγείρω,ερεθίζω,υποκινώ,ενεργοποιώ,ευαισθητοποιώ
ΑΝΤ:κατευνάζω,μειώνω,καταστέλλω,αποτρέπω,νεκρώνω,απενεργοποιώ,σταματώ,διατηρώ
- Κηρύσσω
ΣΥΝ:διδάσκω,ρητορεύω,εξαγγέλω,διαλαλώ,κοινοποιώ,ορίζω,αποφασίζω,δηλώνω
ΑΝΤ:αποσιωπώ,κρύβω,αποκρύπτω,περιορίζω,δυσφημώ,διαστρεβλώνω,λογοκρίνω,σωπαίνω
- Κλασικός
ΣΥΝ:άριστος,μοναδικός,κορυφαίος,αρχαιοελληνικός,συνηθισμένος,σταθερός,ιδεώδης,χαρακτηριστικός,αντιπροσωπευτικός,συνήθης,διαχρονικός,απλός,λιτός,παραδοσιακός,οικείος
ΑΝΤ:χείριστος,έσχατος,άθλιος,νέος,σύγχρονος,μοντέρνος,πρωτότυπος,κακός,αδέξιος,άθλιος,ιδιαίτερος,ιδιόμορφος,εκκεντρικός,καινοφανής,πρωτοποριακός,τολμηρός,ριζοσπαστικός
- Κλονίζω
ΣΥΝ:συνταράζω,σείω,δονώ,διαταράζω,αποσταθεροποιώ,απορρυθμίζω,αποδυναμώνω
ΑΝΤ: στερεώνω, σταθεροποιώ, συγκρατώ, ενισχύω, στηρίζω, εδραιώνω
- Κοινός
ΣΥΝ:γενικός,καθολικός,παγκόσμιος,συνηθισμένος,απλός,πρόχειρος,ευτελής,διαθέσιμος
ΑΝΤ:ατομικός,προσωπικός,εξαιρετικός,ασυνήθιστος,πρωτότυπος,μοναδικός,υπερέχων
- Κορυφαίος
ΣΥΝ: εξέχων, ξεχωριστός, διακεκριμένος, διαπρεπής, ανώτερος, άριστος
ΑΝΤ: τελευταίος, έσχατος, ασήμαντος, άσημος, χείριστος, αποτυχημένος
- Κρίσιμος
ΣΥΝ:καθοριστικός,σημαντικός,αποφασιστικός,επικίνδυνος,οριακός,τραγικός,ανησυχητικός
ΑΝΤ:τυπικός,συμβατικός,ασήμαντος,περιττός,ανούσιος,άχρηστος,ανώφελος,ασφαλής,καθησυχαστικός,ακίνδυνος,ιδανικός,άριστος,ευχάριστος
- Κυριαρχώ
ΣΥΝ:εξουσιάζω,κυβερνώ,επικρατώ,υπερέχω,υπερτερώ,επιβάλλομαι,ελέγχω,κοντρολάρω
ΑΝΤ:υποδουλώνομαι,εξουσιάζομαιυστερώ,μειονεκτώ,περιφρονούμαι,αγνοούμαι,χάνω
- Κύρωση
ΣΥ:επικύρωση,αναγνώριση,κατοχύρωση,έγκριση,επιβεβαίωση,επαλήθευση,ποινή,συνέπεια
ΑΝΤ:ακύρωση,άρση,κατάργηση,απόρριψη,αποδοκιμασία,επιβράβευση,ανταμοιβή
- Λαθραίος
ΣΥΝ:κρυφός,μυστικός,παράνομος,παρασκηνιακός,σκοτεινός,ανομολόγητος,αδήλωτος
ΑΝΤ: φανερός, νόμιμος, δηλωμένος, ανοιχτός
- Λακωνικός
ΣΥΝ:λιτός,απέριττος,περιληπτικός,λιγόλογος,βραχύλογος,φειδωλός,καίριος,ουσιώδης
ΑΝΤ:μακροσκελής,αναλυτικός,διεξοδικός,φλύαρος,πολυλογάς,περιττολόγος,αμετροεπής
- Λαμβάνω
ΣΥΝ: παίρνω, παραλαμβάνω, αποδέχομαι, δέχομαι, προσλαμβάνω, αποκτώ
ΑΝΤ: δίνω, παρέχω, καταβάλλω, στέλνω, αποστέλλω, χάνω
- Λανθάνω
ΣΥΝ: υποκρύπτομαι, υφέρπω, υποβόσκω, εμφολεύω, σιγοβράζω
ΑΝ:εμφαίνομαι,καταγράφομαι,διαπιστώνομαι,αναδεικνύομαι,εξωτερικεύομαι,εκδηλώνομαι
- Λεηλατώ
ΣΥΝ:καταληστεύω,κατακλέβω,αφανίζω,καταστρέφω,υπερεκμεταλλεύομαι,αντιγράφω
ΑΝΤ:παρέχω,προσφέρω,χορηγώ,ευεργετώ,προσατεύω,ενισχύω,φροντίζω,περιποιούμαι,σέβομαι,αποκαθιστώ
- Λεπτομερής
ΣΥΝ:αναλυτικός,εξονυχιστικός,σχολαστικός,εξαντλητικός,εκτενής,διεξοδικός,ενδελεχής
ΑΝΤ:αδρομερής,γενικός,περιληπτικός,σύντομος,βραχύλογος,συνοπτικός
w Λιτότητα
ΣΥΝ:ολιγάρκεια,εγκράτεια,περιορισμός,περικοπή,περιστολή,απλότητα,αυστηρότητα
ΑΝΤ:απληστία,αδηφαγία,πολυφαγία,υπερκατανάλωση,σπατάλη,επίταση,περιπλοκότητα,βερμπαλισμός,εκζήτηση,επιτήδευση
- Λογαριάζω
ΣΥΝ:υπολογίζω,μετρώ,προσδιορίζω,θυμάμαι,σκέφτομαι,θεωρώ,συγκαταλέγω,βασίζομαι
ΑΝΤ: αψηφώ, αγνοώ, περιφρονώ, αδιαφορώ, παρακάμπτω, παραγνωρίζω
- Λυτρώνω
ΣΥΝ:απαλάσσω,γλυτώνω,αποδεσμεύω,αποφυλακίζω,ανακουφίζομαι,ξενοιάζω,αποτινάσσω
ΑΝΤ: σκλαβώνω, δεσμεύω, υποδουλώνω, αιχμαλωτίζω, καταπιέζω, υποτάσσω
- Μάζα
ΣΥΝ: όγκος, σωρός, σύμφυρμα, κράμα, όχλος, πλήθος
ΑΝΤ: στοιχείο, άτομο, μειοψηφία, μικροποσότητα, μέρος, τμήμα
- Μανδαρίνος
ΣΥΝ: γραφειοκράτης, καρεκλοκένταυρος, συντηρητικός, οπισθοδρομικός
ΑΝΤ: προοδευτικός, ανοιχτόμυαλος, ριζοσπάστης, νεωτεριστής
- Μαρτυρώ
ΣΥΝ:αποκαλύπτω,φανερώνω,δείχνω,πιστοποιώ,επιβεβαιώνω,γνωστοποιώ,πληροφορώ,αναφέρω,καταγγέλω,καταδίδω,ρουφιανεύω,προδίδω,ενημερώνω,κακοπαθαίνω,υποφέρω,δυστυχώ
Α:κρύβω,αποσιωπώ,συγκαλύπτω,συσκοτίζω,γλιτώνω,διαψεύδω,φυλάω,απορρίπτω,αποκλείω
- Μάστιγα
ΣΥΝ:κακό,δεινό,κατάρα,συμφορά,πληγή,πρόβλημα,καταστροφή,θεομηνία,καταστροφέας
ΑΝΤ: καλό, ευτύχημα, ευτυχία, ευλογία, ευεργεσία, θετικό, τύχη, σωτήρας
- Ματαιοδοξία
Σ:κενοδοξία,ματαιοφροσύνη,ματαιοσχολία,ματαιοσπουδία,μικρολογία,έπαρση,επιδεξιότητα
ΑΝΤ: μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, βαθύτητα, σεμνότητα, μέτρο
- Μάταιος
ΣΥΝ:ανώφελος,ατελέσφορος,άδικος,ανέφικτος,φθαρτός,ευτελής,κενός,ανόητος,άκαρπος
Α:ωφέλιμος,χρήσιμος,αποτελεσματικός,δημιουργικός,εφικτός,ρεαλιστικός,αιώνιος,σοβαρός
- Μέθεξη
ΣΥΝ: κοινωνία, επικοινωνία, συνάντηση, συνάφεια, σχέση, ένωση
ΑΝΤ: αλλοτρίωση, αποξένωση, αποκοπή, απομάκρυνση, αποστασιοποίηση, μόνωση
- Μειονέκτημα
ΣΥΝ:ελάττωμα,κουσούρι,ψεγάδι,αρνητικό,ατέλεια,έλλειψη,αδυναμία,ανεπάρκεια,δυσκολία
ΑΝΤ: πλεονέκτημα, αβαντάζ, προσόν, προτέρημα, χάρισμα, ατού, υπέρ, καλό
- Μειώνω
ΣΥΝ:μικραίνω,ελαττώνω,λιγοστεύω,αμβλύνω,προσβάλλω,ταπεινώνω,εξευτελίζω,ρεζιλεύω
ΑΝΤ:αυξάνω,μεγαλώνω,δυναμώνω,διογκώνω,γιγαντώνω,εξυψώνω,επαινώ,τιμώ,εκθειάζω
- Μεστός
ΣΥΝ:ώριμος,γινωμένος,πλήρης,γεμάτος,συγκροτημένος,περιεκτικός,ουσιώδης,σοβαρός,
ΑΝ:άγουρος,άωρος,αγίνωτος,στερούμενος,ελλειματικός,επιπόλαιος,άγουρος,ρηχός,ανούσιος
- Μεταβλητός
ΣΥΝ:αστθής,άστατος,τρεπτός,ρευστός,εξελισσόμενος,αβέβαιος,ελαστικός
ΑΝ:αμετάβλητος,σταθερός,ανεξέλικτος,δεδομένος,ατροποποίητος,πάγιος,μόνιμος,οριστικός
- Μεταδίδω
ΣΥΝ:ανακοινώνω,αναπαράγω,κοινοποιώ,μεταφέρω,διαδίδω,εκπέμπω,προβάλλω,εμπνέω
ΑΝΤ:αποσιωπώ,εμποδίζω,αποκλείω,θεραπεύω,καταπολεμώ,απορρίπτω,αγνοώ,λαμβάνω
- Μετάπτωση
Σ:μεταβολή,αλλαγή,διακύμανση,μετάβαση,αυξομείωση,διαφοροποίηση,εναλλαγή,ανατροπή
ΑΝΤ: σταθερότητα, διάρκεια, ισορροπία, ομοιομορφία, ομοιογένεια
- Μεταρσίωση
ΣΥΝ: υπερύψωση, ανάταση, πνευματική άνοδος/αραίωση/απογείωση, εξαΰλωση
ΑΝΤ: πτώση, κατάπτωση, προσγείωση, πεζότητα, ευτέλεια, χυδαιότητα, πνευματική στειρότητα, εγκεφαλικότητα, υλιστικότητα
- Μεταστροφή
ΣΥΝ:αναστροφή,διαφοροποίηση,αναπροσανατολισμός,μεταβολή,μετατόπιση,μεταμόρφωση
ΑΝΤ: συνέχεια, σταθερότητα, διατήρηση, εμμονή
- Μεταχειρίζομαι
ΣΥΝ:χρησιμοποιώ,μετέρχομαι,αντιμετωπίζω,συμπεριφέρομαι,φέρομαι,διοικώ
ΑΝΤ: αφήνω, αγνοώ, παρακάμπτω, θέτω σε αχρηστία
- Μετεξέλιξη
ΣΥΝ: μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μετάπλαση
ΑΝΤ:καθήλωση,αδρανοποίηση,παγίωση,παραμονή,οπισθοδρόμηση,υποχώρηση,εκφυλισμός
- Μοιάζω
ΣΥΝ: προσομοιάζω, συγγενεύω, είμαι φτυστός, έχω ομοιότητα με…
ΑΝΤ: διαφέρω, παραλλάσσω, απέχω
- Μόνιμος
ΣΥΝ:σταθρερός,πάγιος,αμετάβλητος,οριστικός,τελεσίδικος,ακλόνητος,συνεχής,ισόβιος
ΑΝΤ:προσωρινός,πρόσκαιρος,εφήμερος,ασταθής,μετακινούμενος,φευγαλέος,έκτακτος
- Μοχθηρός
ΣΥ:κακός,κακότροπος,δόλιος,χαιρέκακος,σκληρόκαρδος,άπονος,φθονερός,εμπαθής,φαύλος
ΑΝΤ:καλός,τίμιος,ειλικρινής,αγνός,άδολος,άκακος,καλόκαρδος,φιλικός,πονετικός
- Μόχθος
ΣΥΝ:κόπος,κούραση,ταλαιπωρία,κακουχία,κακοπάθημα,εργασία,βιοπάλη,μεροκάματο
ΑΝΤ:ξεκούραση,ανάπαυση,απόλαυση,ανεμελιά,τεμπελιά,αδράνεια,απραξία,παρασιτισμός
- Μυστικός
ΣΥ:κρυφός,απόρρητος,εμπιστευτικός,παρασκηνιακός,κατασκοπικός,πρακτορικός,άγνωστος
ΑΝΤ:γνωστός,φανερός,δηλωμένος,δημόσιος,ανοιχτός,διασκεπτικός,ομολογημένος