Λέξεις και φράσεις που έχουν επικρατήσει να γράφονται και να λέγονται λανθασμένα. Κι όμως…. Η γλώσσα μας είναι αναγκαίο να διασώζεται – να γράφεται και να ομιλείται σωστά. Είναι ο πολιτισμός μας.
ΣΩΣΤΟ |
ΛΑΘΟΣ |
Α |
|
άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου |
άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου |
αδιακρίτως φύλου |
αδιακρίτου φύλου |
αδύνατος μαθητής |
αδύναμος μαθητής |
αθέμιτος ανταγωνισμός |
αθέμιτος συναγωνισμός |
αθλητίατρος |
αθλίατρος |
αίρεται η απαγόρευση |
άρεται η απαγόρευση |
αιφνιδιαστική επίθεση |
αιφνίδια επίθεση |
αιφνίδιος θάνατος |
αιφνιδιαστικός θάνατος |
ακαταχώριστος |
ακαταχώρητος |
ακατονόμαστος |
ακατανόμαστος |
άκου να μάθεις |
άκου να δεις |
ακρίβυνα (ακριβαίνω) |
ακρίβηνα (ακριβαίνω) |
έχω, είχα, θα έχω ακριβύνει (ακριβαίνω) |
έχω, είχα, θα έχω ακριβήνει (ακριβαίνω) |
ακριβείς συνθήκες |
ακριβές συνθήκες |
αλλιώτικος |
αλλοιώτικος |
αλοιφή |
αλειφή |
αμαύρωμα |
αμαύρισμα |
άμοιρος ευθυνών |
άμοιρος από ευθύνες |
ανάβαλε (= να αναβάλεις) τη συνάντηση |
ανέβαλε (= να αναβάλεις) τη συνάντηση |
ανάγγειλέ του |
ανήγγειλέ του |
αναγνωρισθείσες χώρες |
αναγνωρισθέντες χώρες |
αναγνωρίσιμοι άνθρωποι |
επώνυμοι άνθρωποι |
ανάγω |
αναγάγω |
ανήγα (συνεχώς) <ανάγω |
|
θα ανάγω (συνεχώς) <ανάγω |
|
θα αναγάγω (μία φορά) <ανάγω |
θα ανάγω (μία φορά) <ανάγω |
ανατεθειμένος |
αναθετειμένος |
ανάλαβε (= να αναλάβεις) τις ευθύνες σου |
ανέλαβε (= να αναλάβεις) τις ευθύνες σου |
αναλόγως της προόδου |
αναλόγως με την πρόοδο |
αναντικατάστατος |
αντικατάστατος |
αναπαράγω (ανά+ παρά +άγω) |
αναπαραγάγω |
αναπαρήγαγα (συνεχώς) |
|
θα αναπαράγω (συνεχώς) |
|
ανάπνευσε (= να αναπνεύσεις) βαθιά |
ανέπνευσε (= να αναπνεύσεις) βαθιά |
ανάπτυξε (= να αναπτύξεις) τα επιχειρήματά σου |
ανέπτυξε (= να αναπτύξεις) τα επιχειρήματά σου |
ανάστειλε(= να αναστείλεις) την παραίτησή σου |
ανέστειλε (= να αναστείλεις) την παραίτησή σου |
αναστρέψιμος |
αντιστρέψιμος |
ανατίθενται |
ανατίθονται |
ανατολίτικες συνήθειες |
ανατολικές συνήθειες |
ανάφερε (= να αναφέρεις) σε μένα το γεγονός |
ανέφερε (= να αναφέρεις) σε μένα το γεγονός |
ανεγείρω οικοδομή |
αναγείρω οικοδομή |
ανειλημμένες υποχρεώσεις: υποχρεώσεις που έχει αναλάβει κάποιος |
ανειλημένες υποχρεώσεις |
ανέκαθεν: από την πρώτη αρχή, πάντοτε ( -θεν= από ) |
από ανέκαθεν, εξ ανέκαθεν |
ανενεργός (ανενεργού) ανενεργοί, ανενεργές, ανενεργά |
ανενεργής (ανενεργούς) ανενεργείς( αρσεν.+ θηλ. ), ανενεργή ( ουδ.) |
ανενημέρωτος: ο μη ενημερωμένος |
ανημέρωτος: ο μη εξημερωμένος |
ανεξάρτητα από τις διαφορές |
ανεξάρτητα με τις διαφορές |
ανεξαρτήτως αποτελέσματος |
ανεξαρτήτως από το αποτέλεσμα |
ανεξαρτήτως ηλικίας |
ανεξαρτήτου ηλικίας |
ανεξαρτήτως ύψους οφειλής |
ανεξαρτήτου ύψους οφειλής |
ανεξεταστέος |
αναξεταστέος |
άνευ αγώνος |
άνευ αγώνα |
ανθρωπινότερος |
πιο ανθρωπινότερος |
ανταπόδωσέ του το καλό |
ανταπέδωσέ του το καλό |
αντεπιτίθενται |
αντεπιτίθονται |
αντίγραψε (= να αντιγράψεις) προσεκτικά το κείμενο |
αντέγραψε (= να αντιγράψεις) προσεκτικά το κείμενο |
αντίδρασε (= να αντιδράσεις) στις προσβολές |
αντέδρασε (= να αντιδράσεις) στις προσβολές |
αντικαθιστώ κάτι από κάτι άλλο |
αντικαθιστώ κάτι με κάτι άλλο |
αντικατάστησέ με |
αντικατέστησέ με |
αντίκρουσε (= να αντικρούσεις) τις κατηγορίες |
αντέκρουσε (= να αντικρούσεις) τις κατηγορίες |
αντιλήφθηκα |
αντελήφθηκα |
αντιπαράβαλε (= να αντιπαραβάλεις) τα γραπτά |
αντεπαρέβαλε (= να αντιπαραβάλεις) τα γραπτά |
αντιτίθενται |
αντιτίθονται |
άνωθεν: από πάνω (-θεν= από) |
από άνωθεν |
αξίζω την προσοχή |
αξίζω της προσοχής |
άξιζε καλύτερη τύχη |
άξιζε καλύτερης τύχης |
αξίζει τον έπαινο |
αξίζει του επαίνου |
απ’ ό,τι |
απ’ ότι |
απάγω( από+ άγω ) |
απαγάγω |
απήγα (συνεχώς) |
|
θα απάγω (συνεχώς) |
|
θα απαγάγω (μία φορά) |
θα απάγω (μία φορά) |
απήγαγα, να απαγάγω (μία φορά) |
απήγα, να απάγω (μία φορά) |
έχω, είχα, θα έχω απαγάγει |
έχω, είχα, θα έχω απάγει |
απάλλαξέ μας |
απήλλαξέ μας |
απάντησέ μου |
απήντησέ μου |
απαράβατο καθήκον |
απαραβίαστο καθήκον |
απαρχαιωμένος |
απαρχειωμένος |
απαρχής |
απ’ αρχής |
απελαύνονται ο μετανάστες |
απελάσονται οι μετανάστες |
απεναντίας |
απ’ εναντίας |
απερρίφθησαν |
απερρίφθηκαν |
απευθείας |
απ’ ευθείας |
απεύθυνε (= να απευθύνεις) χαιρετισμό |
απηύθυνε (= να απευθύνεις) χαιρετισμό |
απλός κανόνας |
απλούς κανόνας |
από θέσεως ισχύος |
από θέσης ισχύος |
απόβαλε (= να αποβάλεις) το θυμό σου |
απέβαλε (= να αποβάλεις) το θυμό σου |
απόδωσέ μου δικαιοσύνη |
απέδωσέ μου δικαιοσύνη |
αποκατέστησα τις σχέσεις μου |
απεκατέστησα τις σχέσεις μου |
απόκρουσε (= να αποκρούσεις) τις κατηγορίες |
απέκρουσε (= να αποκρούσεις) τις κατηγορίες |
απόκτησε (= να αποκτήσεις) αυτοπεποίθηση |
απέκτησε (= να αποκτήσεις) αυτοπεποίθηση |
απομαζοποίηση |
απομαζικοποίηση |
απονέμω δικαιοσύνη |
απονείμω δικαιοσύνη |
αποπαίρνω |
αποπέρνω |
αποπλάνηση ανηλίκου |
παραπλάνηση ανηλίκου |
απόρριψε (= να απορρίψεις) την πρόταση |
απέρριψε (= να απορρίψεις) την πρόταση |
απόσπασε (= να αποσπάσεις) την εύνοιά του |
απέσπασε (= να αποσπάσεις) την εύνοιά του |
αποσυμφόρησα |
αποσυμφόρεσα |
αποσυμφόρηση |
αποσυμφόρεση |
αποσυντίθενται |
αποσυντίθονται |
αποτίνω φόρο τιμής: πληρώνω εξοφλώ φόρο τιμής |
αποτείνω φόρο τιμής, αποτιμώ φόρο τιμής |
απότρεψε (= να αποτρέψεις) τα χειρότερα |
απέτρεψε (= να αποτρέψεις) τα χειρότερα |
απόφευγε (=να αποφεύγεις) τις κακοτοπιές |
απέφευγε (= να αποφεύγεις) τις κακοτοπιές |
αποφράς ημέρα: καταραμένη μέρα |
|
άρα |
άρα λοιπόν |
αρίστης ποιότητος, άριστης ποιότητας |
αρίστης ποιότητας |
αρκετά μεγάλο ποσό |
αρκετό μεγάλο ποσό |
του άρρωστου οργανισμού |
του αρρώστου οργανισμού |
ο οργανισμός του αρρώστου |
ο οργανισμός του άρρωστου |
ασανσέρ: ανελκυστήρας |
ανσανσέρ |
ασθματικός |
ασματικός |
αυτολεξεί |
αυτολεξί |
αφότου |
αφ’ ότου |
Β |
|
βαίνω κατά κρημνών: βαδίζω στην καταστροφή |
βαίνω κατά κρημνόν |
έβαλλα (συνεχώς) |
|
θα βάλλω (συνεχώς) |
|
θα βάλω (μία φορά) |
θα βάλλω (μία φορά) |
έβαλα, να βάλω (μία φορά) |
έβαλλα, να βάλλω (μία φορά) |
έχω, είχα, θα έχω βάλει |
έχω, είχα, θα έχω βάλλει |
βαμμένος |
βαμένος |
βάσει: με βάση |
|
βάσει του άρθρου |
βάση του άρθρου |
βάσει αυτών |
βάση με αυτά |
επί τη βάσει του νόμου |
επί τη βάση του νόμου |
βοηθουσών των συνθηκών |
βοηθούντων των συνθηκών |
βραβεύτηκαν οι εισαχθέντες |
βραβεύτηκαν οι εισακτέοι |
Γ
|
|
γενετικό υλικό |
γεννητικό υλικό |
Γης Μαδιάμ: τόπος καταστροφής, μεγάλη καταστροφή, άνω-κάτω, θρύψαλα |
Γης Μαριάμ |
γκανγκστερικός |
γκαγκστερικός |
γλυπτά του Παρθενώνα |
μάρμαρα του Παρθενώνα |
γνωστοί άνθρωποι |
επώνυμοι άνθρωποι |
γράψε μού το |
γράψε μου το |
γρηγορότερα |
πιο γρηγορότερα |
Δ
|
|
δαμόκλειος σπάθη: επαπειλούμενος κίνδυνος |
δαμόκλιος σπάθη |
δεδομένα |
δεδόμενα |
οι υπάλληλοι της ΔΕΗ |
οι υπάλληλοι της ΔΕΗΣ |
δεκαπενταμελής, ο, η το δεκαπενταμελές |
η δεκαπενταμελή |
του, της δεκαπενταμελούς |
του, της δεκαπενταμελή (δεκαπενταμελές) |
δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη: δεν έχει που να γείρει το κεφάλι |
δεν έχει που την κεφαλήν κλίναι |
υπέρ το δέον: περισσότερο από το πρέπον |
υπέρ του δέοντος |
δευτέρας ποιότητος, δεύτερης ποιότητας |
δευτέρας ποιότητας |
δημιουργήστε (= να δημιουργήσετε) |
δημιουργείστε (= να δημιουργήσετε) |
δημιουργός πολιτισμού |
δημιουργητής πολιτισμού |
Δήμος Αθηναίων |
Δήμος Αθήνας |
Δημωφελής, ο, η (το δημωφελές): ο ωφέλιμος στο λαό |
δημοφελής, η δημωφελή |
διά βοής |
διά βουής |
διά της εις άτοπον απαγωγής |
διά της ατόπου απαγωγής |
διαβάλλω (διά + βάλλω) |
|
διέβαλλα (συνεχώς) |
|
θα διαβάλλω (συνεχώς) |
|
θα διαβάλω (μία φορά) |
θα διαβάλλω (μία φορά) |
διέβαλα, να διαβάλω (μία φορά) |
διέβαλλα, να διαβάλλω (μία φορά) |
έχω, είχα, θα έχω διαβάλει |
έχω, είχα, θα έχω διαβάλλει |
διαβίβασε τις ευχές μου |
διεβίβασε τις ευχές μου |
διάθεσε σωστά το χρόνο σου |
διέθεσε σωστά το χρόνο σου |
διακαής, ο, η (το διακαές): ο θερμός |
η διακαή |
διακεκομμένος |
διακεκομένος |
διακίνηση |
|
παρατηρείται διακίνηση |
παρατηρείται κινητικότητα |
διακομιδή του αρρώστου ή του τραυματία στο νοσοκομείο |
μετακομιδή του αρρώστου ή του τραυματία στο νοσοκομείο |
διακυβερνάται η χώρα |
διακυβερνείται η χώρα |
διαλανθάνω την προσοχή κάποιου: ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου |
διαλανθάνω της προσοχής κάποιου |
διαλευκαίνω |
διελευκαίνω |
διαλεύκανση |
διελεύκανση |
διάλυσε (= να διαλύσεις) τη συγκέντρωση |
διέλυσε (= να διαλύσεις) τη συγκέντρωση |
διαμαρτύρηση της συναλλαγματικής |
διαμαρτυρία της συναλλαγματικής |
διανέμω = μοιράζω |
διανείμω |
οι διαπιστωθείσες παραλήψεις |
οι διαπιστωθέντες παραλήψεις |
των διαπιστωθεισών ζημιών |
των διαπιστωθέντων ζημιών |
διαπιστώθηκε |
διεπιστώθηκε |
το θέμα διέρρευσε από την κυβέρνηση |
η κυβέρνηση διέρρευσε το θέμα |
διαρρέει η είδηση |
διαρρέεται η είδηση |
διάσημοι άνθρωποι |
επώνυμοι άνθρωποι |
διάταξε (= να διατάξεις) επίθεση |
διέταξε (= να διατάξεις) επίθεση |
διατίθενται |
διατίθονται |
διατεθειμένος |
διαθετειμένος, διατεθημένος |
οι διατεθείσες ποσότητες |
οι διατεθέντες ποσότητες |
διατύπωσε επιφυλάξεις |
διατύπωσε επιφυλακές |
διαφεύγω την προσοχή |
διαφεύγω της προσοχής |
διαφυγόν κέρδος |
διαφυγών κέρδος |
διαφυγόντα κέρδη |
διαφυγόν κέρδη |
οι διενεργηθείσες έρευνες |
οι διενεργηθέντες έρευνες |
των διενεργηθεισών ερευνών |
των διενεργηθέντων ερευνών |
διεξήγα (συνεχώς) |
|
θα διεξάγω (συνεχώς) |
|
θα διεξαγάγω (μία φορά) |
θα διεξάγω (μία φορά) |
διεξήγαγα, να διεξαγάγω (μία φορά) |
διεξήγα, να διεξάγω (μία φορά) |
οι διεξαχθείσες εξετάσεις |
οι διεξαχθέντες εξετάσεις |
των διεξαχθεισών μαχών |
των διεξαχθέντων μαχών |
διεύρυνση |
διεύρυνση του εύρους |
κατά το δοκούν: κατά τη γνώμη κάποιου, όπως φαίνεται σωστό σε κάποιον, αυθαίρετα |
|
Ε |
|
εγγυώνται |
εγγυούνται |
εγείρει ερωτήματα |
ανεγείρει ερωτήματα |
εγκατάλειψέ το |
εγκατέλειψέ το |
εισβάλλω (εις + βάλλω) |
|
εισέβαλλα (συνεχώς) |
|
θα εισβάλλω (συνεχώς) |
|
θα εισβάλω (μία φορά) |
θα εισβάλλω (μία φορά) |
εισέβαλα, να εισβάλω (μία φορά) |
εισέβαλλα, να εισβάλλω (μία φορά) |
οι κεντρικές είσοδοι |
οι κεντρικοί είσοδοι |
είσπραξε |
εισέπραξε |
εκ γενετής |
εκ γεννητής, εκ γεννετής |
εκ πρώτης όψεως |
εκ πρώτης άποψης |
εκ των ων ουκ άνευ: απαραίτητη προϋπόθεση |
εκ των ουκ άνευ |
το έλασσον θέμα |
το ελάσσον θέμα |
τα ελάσσονα θέματα |
τα έλασσον θέματα |
ελαφρά τη καρδία: επιπόλαια |
με ελαφρά τη καρδία |
έλεγξε (= να ελέγξεις) τα κείμενά σου |
ήλεγξε (= να ελέγξεις) τα κείμενά σου |
ελλείψει αποδείξεων |
ελλείψη αποδείξεων |
εν βρασμώ ψυχής |
εν αναβρασμώ ψυχής |
εν γένει |
εν γένη |
εν μια νυκτί |
εν μία νυκτί |
εν πάση περιπτώσει |
εν πάσει περιπτώσει |
εν τω γεννάσθαι |
εν τω γενέσθαι |
εν τω γίγνεσθαι |
εν τω γενέσθαι |
εν χορδαίς και οργάνω |
εν χορδαίς και οργάνοις |
ενάμισης |
ενάμισυς |
ενάμισι |
ενάμιση |
ενεπλάκη σε συμπλοκή |
ενεπλάκηκε σε συμπλοκή |
ενεργώ επί σκοπόν |
ενεργώ επί σκοπού |
έντονα άσκοπη ενέργεια |
έντονη άσκοπη ενέργεια |
ενώ |
ενώ αντίθετα |
ενώπιος ενωπίω: πρόσωπο με πρόσωπο |
ενώπιος ενωπίου |
ενώπιοι ενωπίοις |
ενώπιοι ενωπίων |
εξάγω (εξ+ άγω) |
εξαγάγω |
εξήγα (μία φορά) |
|
θα εξαγάγω (μία φορά) |
θα εξάγω (μία φορά) |
θα εξάγω (συνεχώς) |
|
εξήγαγα, να εξαγάγω (μία φορά) |
εξήγα, να εξάγω (μία φορά) |
εξαίρω |
εξάρω |
εξαίφνης |
εξ αίφνης |
εξάλλου |
εξ άλλου |
εξαπέλυσαν καταδίωξη |
εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό |
εξαπίνης: ξαφνικά |
εξαπήνης |
εξαρχής |
εξ αρχής |
εξεδηλώθη, εκδηλώθηκε |
εξεδηλώθηκε |
εξελέγη |
εξελέγηκε |
εξέλιπαν τα προβλήματα |
εξέλειψαν τα προβλήματα |
εξέλιπεν ο κίνδυνος |
εξέλειπε ο κίνδυνος |
εξέρχομαι από το γήπεδο |
εξέρχομαι του γηπέδου |
οι εξετασθείσες γυναίκες |
οι εξετασθέντες γυναίκες |
των εξετασθεισών περιπτώσεων |
των εξετασθέντων περιπτώσεων |
εξέτισε την ποινή: εκτέλσε την ποινή |
έκτισε την ποινή |
εξήντα ενός ετών |
εξήντα ενός έτους |
επανάλαβε (= να επαναλάβεις) όσα άκουσες |
επανέλαβε (= να επαναλάβεις) όσα άκουσες |
επανάφερε (= να επαναφέρεις) την τάξη |
επανέφερε (= να επαναφέρεις) την τάξη |
επί θύραις: στην πόρτα, πολύ κοντά |
επί θύρας |
επί ξυρού ακμής: στην κόψη του ξυραφιού, σε κρίσιμο σημείο |
επί ξηρού ακμής |
επί τα βελτίω, επί το βέλτιον: προς το καλύτερο |
επί τα βέλτιον, επί τα βελτίον |
επί τη βάσει |
επί τη βάση |
επί τη ευκαιρία |
επί την ευκαιρία |
επί τούτω: για το συγκεκριμένο σκοπό |
επί τούτο |
επίβαλε (= να επιβάλεις) ησυχία |
επέβαλε (= να επιβάλεις) ησυχία |
επιβαλλόταν ως προϊστάμενος |
επιβάλλονταν ως προϊστάμενος |
επιβατηγό πλοίο |
επιβατικό πλοίο |
επιβλήθηκε πρόστιμο |
επεβλήθηκε πρόστιμο |
επιδέχεται βελτίωση |
επιδέχεται βελτίωσης |
επιδέχεται πολλές ερμηνείες |
επιδέχεται πολλών ερμηνειών |
επιζώσα γυναίκα |
επιζούσα γυναίκα |
επικεφαλής (ο, η, το) |
επί κεφαλής |
του, της επικεφαλής |
του, της επικεφαλή |
οι επικεφαλής |
οι επικεφαλείς |
το επικρατούν σύστημα |
το επικρατόν σύστημα |
επικυρώνω το εισιτήριο |
ακυρώνω το εισιτήριο |
επίμεινε (=να επιμένεις) στις απαιτήσεις σου |
επέμεινε (= να επιμένεις) στις απαιτήσεις σου |
επιστάμενες έρευνες |
επισταμένες έρευνες |
επίστρεφε (=να επιστρέφεις) στον τόπο σου |
επέστρεφε (=να επιστρέφεις) στον τόπο σου |
επίστρεψε (=να επιστρέψεις) στη θέση σου |
επέστρεψε (=να επιστρέψεις) στη θέση σου |
επιστροφή χρημάτων |
επίστρεψη χρημάτων |
επιτέθηκαν |
επετέθηκαν |
επιτιμάται |
επιτιμείται |
εποπτεύω τις εργασίες |
εποπτεύω των εργασιών |
εργαζόταν μόνος του |
εργάζονταν μόνος του |
του εργαζόμενου λαού |
του εργαζομένου λαού |
η απεργία των εργαζομένων |
η απεργία των εργαζόμενων |
εταιρεία |
εταιρία |
εφεύρεση του τηλεφώνου |
ανακάλυψη του τηλεφώνου |
εφιστώ την προσοχή κάποιου: επισύρω την προσοχή κάποιου, ειδοποιώ κάποιον να προσέξει |
επιστώ την προσοχή κάποιου |
έχει συνέπεια την αποτυχία (την ήττα) |
έχει σαν συνέπεια την αποτυχία (την ήττα) |
έχω τη γνώμη |
έχω την αίσθηση |
Η |
|
η σορός |
η σωρός |
η υπ’ αριθμόν ένα |
η υπ’ αριθμόν μία |
ήγγικεν η ώρα: έχει πλησιάσει η ώρα |
ήγκικεν η ώρα |
ηλίου φαεινότερον: πιο λαμπερό από τον ήλιο |
ηλίου φωτεινότερο |
κατά το μάλλον ή ήττον: πάνω-κάτω, λίγο-πολύ, οπωσδήποτε |
κατά το μάλλον και ήττον |
Θ
|
|
θεαματική βελτίωση της υγείας |
ραγδαία βελτίωση της υγείας |
θυσία ζωής |
θυσίαση ζωής |
Ι
|
|
ινκόγκνιτο: κρυφά, μυστικά, ιδιωτικά |
ιγκόγκνιτο |
ιοβόλος όφις: φαρμακερό φίδι |
|
Κ
|
|
καθ’ ομοίωσιν |
κατ’ ομοίωσιν |
καθένας |
καθ’ ένας |
καθεστηκυία τάξη: άρχουσα τάξη |
|
καθιστά το άτομο |
καταστά το άτομο |
κακέκτυπο: αυτό που δεν τυπώθηκε καλά |
καχέκτυπο |
κακή ψυχική διάθεση |
κακή ψυχολογία |
κατ’ εικόνα |
καθ’ εικόνα |
κατά κρημνών: στην καταστροφή |
κατά κρημνόν |
κατάβαλε (=να καταβάλεις) κάθε προσπάθεια |
κατέβαλε (=να καταβάλεις) κάθε προσπάθεια |
καταβαλλόταν ο μισθός |
καταβάλλονταν ο μισθός |
καταγγελτικός λόγος |
καταγγελικός λόγος |
κατάγραψε (=να καταγράψεις) το εμπόρευμα |
κατέγραψε (=να καταγράψεις) το εμπόρευμα |
κατάθεσε (=να καταθέσεις) τις απόψεις σου |
κατέθεσε (=να καταθέσεις) τις απόψεις σου |
καταλεπτώς: λεπτομερειακά |
καταλεπτός |
κατάληξε (=να καταλήξεις) σε απόφαση |
κατέληξε (=να καταλήξεις) σε απόφαση |
κλασικός |
κλασσικός |
κληροδότησα σε |
κληρονόμησα σε |
κληρονόμησα από |
κληροδότησα από |
κλιματικές αλλαγές |
κλιματιστικές αλλαγές |
κλίνω |
|
να, θα κλίνω το ρήμα |
να, θα κλίσω το ρήμα |
κ. λπ. |
κ. λ. π. |
κοινοτοπία: λόγος ή σκέψη χωρίς πρωτοτυπία |
κοινοτυπία |
κοινωνικές παράμετροι |
κοινωνικοί παράμετροι |
κομπλιμέντο: φιλοφρόνηση |
κοπλιμέντο |
κομφούζιο: αναστάτωση, ακαταστασία |
κονφούζιο |
κονσόρτσιουμ: σύμπραξη επιχειρήσεων |
κονσόρτισουμ |
κτήριο |
κτίριο (σχολική γραφή) |
κτηριακές εγκαταστάσεις |
κτιριακές εγκαταστάσεις |
οι κυβερνώντες |
οι κυβερνούντες |
του κυβερνώντος κόμματος |
του κυβερνούντος κόμματος |
κυρίως: προπαντός, ιδιαίτερα, κατά πρώτο λόγο, πρώτιστα |
κύρια |
Λ
|
|
λάθε βιώσας: ζήσε χωρίς να προβάλλεσαι |
λάθρα βιώσας |
η λανθασμένη ενέργεια |
η λάθος ενέργεια |
λάτρεις μεγάλοι (του τόπου μας) |
λάτρες μεγάλοι (του τόπου μας) |
λεφτά: χρήματα |
λεπτά |
λιγοστέψαμε τα λάθη μας |
βελτιώσαμε τα λάθη μας |
λόγου χάρη (χάριν) (λ. χ.) = για παράδειγμα |
λόγω χάρη (χάριν) |
Λυκαβηττός |
Λυκαβητός |
λυπηρό φαινόμενο |
λυπητερό φαινόμενο |
Μ
|
|
μαζοποίηση |
μαζικοποίηση |
μακρόθεν: από μακριά (-θεν= από, εκ) |
εκ του μακρόθεν |
μαρξική ανάλυση |
μαρξιστική ανάλυση |
μαρξική θεωρία |
μαρξιστική θεωρία |
μέγα πρόβλημα |
μείζον πρόβλημα |
μεγέθυνση |
μεγένθυση |
μεγεθύνω |
μεγενθύνω |
μετά μεσημβρίαν (μ. μ.) |
μετά μεσημβρίας |
μετά Χριστόν (μ. Χ.) |
μετά Χριστού |
μετάφερε (=να μεταφέρεις) το φορτίο |
μετέφερε (=να μεταφέρεις) το φορτίο |
μετεξεταστέος |
μεταξεταστέος |
μετέρχομαι όλους τους τρόπους |
μετέρχομαι όλων των τρόπων |
μέχρις αποδείξεως του εναντίου: μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο |
μέχρις αποδείξεως του εναντίον |
της μιας |
της μίας |
στη μία η ώρα |
στις μία η ώρα |
φύρδην μίγδην: εντελώς ανακατωμένα, σε μεγάλη αναστάτωση |
|
μονογονεϊκή οικογένεια |
μονογονική οικογένεια |
μονομελούς Πρωτοδικείου |
μονομελές Πρωτοδικείου |
μπαγκέτα |
μπαγκέττα, μπαγγέτα |
μπάσκετ μπολ |
μπάσκετ μπωλ |
μπίρα |
μπύρα |
μπολ |
μπωλ |
Ν
|
|
του Ν.Α.Τ.Ο. |
του ΝΑΤΟΥ |
ντους |
ντουζ |
ντουσιέρα |
ντουζιέρα |
Ο |
|
ο Διονύσιος Σολωμός |
ο Διονύσιος ο Σολωμός |
ο λανθασμένος άνθρωπος στη λανθασμένη θέση |
ο λάθος άνθρωπος στη λάθος θέση |
ο περί ου ο λόγος: αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος |
ο περί όν ο λόγος |
ο υπογεγραμμένος, ο υπογραφόμενος |
ο κάτωθι υπογεγραμμένος |
οδός Μάρνη |
οδός Μάρνης |
οι στύλοι του Ολυμπίου Διός |
οι στήλες του Ολυμπίου Διός |
οικονομικοτεχνική μελέτη |
οικονομοτεχνική μελέτη |
ομοσπονδιοποίηση |
ομοσπονδοποίηση |
οπλικά συστήματα |
οπλιτικά συστήματα |
οπτικοακουστικά μέσα |
οπτοακουστικά μέσα |
ορθολογικά |
ορθολογιστικά |
ορθολογικός έλεγχος |
ορθολογιστικός έλεγχος |
όσον αφορά |
ως αφορά |
ό, τι (αναφορικό) θες |
ότι (ειδικό) θες |
οτιδήποτε |
ο,τιδήποτε |
Π
|
|
πάγωμα χρεών |
παγοποίηση χρεών |
παλαιόθεν: από παλιά (-θεν = από) |
από παλαιόθεν |
παλιγγενεσία |
παλιγγεννεσία |
παμψηφεί |
παμψηφί |
πανδημεί: με συμμετοχή όλου του λαού |
πανδημί |
παρ’ όλα αυτά |
παρόλα αυτά, παρ’ όλα αυτά όμως |
παρά τω Πρωθυπουργώ: πλάι στον πρωθυπουργό |
παρά τον πρωθυπουργό |
παραβαίνω όρους: αθετώ, δεν τηρώ όρους |
παραβιάζω όρους |
παράβαλε (=να παραβάλεις) τα δύο κείμενα |
παρέβαλε (=να παραβάλεις) τα δύο κείμενα |
παράγγειλε (=να παραγγείλεις) και για μένα |
παρήγγειλε (=να παραγγείλεις) και για μένα |
παραδοθείτε |
παραδοθήτε |
παράδωσε (=να παραδώσεις) τα όπλα σου |
παρέδωσε (=να παραδώσεις) τα όπλα σου |
παράθεσε (=να παραθέσεις) τα επιχειρήματά σου |
παρέθεσε (=να παραθέσεις) τα επιχειρήματά σου |
παραιτήθηκα |
με παραίτησαν |
παρακμή του πολιτισμού |
παράκμαση του πολιτισμού |
παραοικονομία |
παροικονομία |
παραπλανάται ο κόσμος |
παραπλανιέται ο κόσμος |
παραπλανώ τον κόσμο |
αποπλανώ τον κόσμο |
παρεισφρέω: εισέρχομαι ή εισάγομαι από λάθος σε κάποιο χώρο ή σε κάποιο σύνολο με κακό σκοπό |
παρεισφρύω |
παρείσφρηση: είσοδος ή εισαγωγή από λάθος σε κάποιο χώρο ή σε κάποιο σύνολο με κακό σκοπό |
παρείσφρυση |
παρελαύνω: κάνω παρέλαση |
παρελάζω |
παρεμπιπτόντως: επ’ ευκαιρία, κατά παρέκκλιση από το κύριο θέμα, εκτός θέματος |
παρεπιπτόντως |
παρεξήγηση |
παραξήγηση |
παρεξηγώ |
παραξηγώ |
παρονομαστής |
παρανομαστής |
πάρτι, το |
πάρτυ |
πάση θυσία: με κάθε θυσία |
πάσει θυσία |
περίβαλε (=να περιβάλεις) με στοργή τους γονείς σου |
περιέβαλε (=να περιβάλεις) με στοργή τους γονείς σου |
περιβαλλοντική μελέτη |
περιβαντολογική μελέτη |
περιβαλλοντολογικός |
περιβαντολογικός |
περιβαλλοντολόγος |
περιβαντολόγος |
περιέχω |
περιέχω μέσα |
περιηγούμαι όλη τη χώρα |
περιηγούμαι σε όλη τη χώρα |
περιθάλπω |
περιθάλπτω |
περισσότεροι |
πιο περισσότεροι |
περισύλλεξε (=να περισυλλέξεις) ό, τι απέμεινε |
περισυνέλεξε (=να περισυλλέξεις) ό, τι απέμεινε |
πετρελαϊκός |
πετρελαιικός |
πιλοτή (πολυκατοικίας) |
πυλωτή (πολυκατοικίας) |
πιτζάμα |
πυτζάμα, μπυτζάμα |
πνέει τα λοίσθια: ψυχομαχεί, είναι στα τελευταία του |
πνέει τα ολοίσθια |
πνευμονολόγος |
πνευμονιολόγος |
ο απλός πολίτης |
ο μέσος πολίτης |
πολλά οφέλη |
πολλαπλά οφέλη |
με πολλή αγάπη (χαρά, δουλειά, πίεση) |
με πολύ αγάπη (χαρά, δουλειά, πίεση) |
πολύ μεγάλη κίνηση |
πολλή μεγάλη κίνηση |
πολυσχιδής η προσωπικότητά του |
πολυσχιδή |
πόσο πολλοί |
πόσοι πολλοί |
πόσο πολλές |
πόσες πολλές |
πραγματικά άτοκες δόσεις |
πραγματικές άτοκες δόσεις |
προ μεσημβρίας (π. μ.) |
προ μεσημβρίαν |
προ Χριστού (π. Χ.) |
προ Χριστόν |
προγεννητικός έλεγχος |
προγενετικός έλεγχος |
πρόγνωση του καιρού |
πρόγνωση για τον καιρό |
πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας |
πρόγραμμα σταθερότητας της οικονομίας |
προηγουμένως άκουσα |
προηγούμενα άκουσα |
προπαντός |
προ παντός, προπαντώς |
προς στιγμή |
προς στιγμής |
προσδοκάς |
προσδοκείς |
προσδοκώνται κέρδη |
προσδοκούνται κέρδη |
Ρ
|
|
ραγδαία επιδείνωση της υγείας |
θεαματική επιδείνωση της υγείας |
ρίχνει χαλάζι |
ρίχνει χαλαζόπτωση |
Σ
|
|
σαρδόνιος γέλως (σαρδόνιο γέλιο): σαρκαστικό γέλιο |
σαρδώνειος γέλως |
σιβυλλικός: προφητικός, αινιγματικός, μυστηριώδης |
σιβυλικός |
σισύφειο έργο: ακατόρθωτο έργο |
σισύφιο έργο |
σολομώντεια λύση: λύση που να ικανοποιεί όλους, μέση λύση |
σολωμόντια λύση |
στη μία η ώρα |
στις μία η ώρα |
συνέπηξαν κοινωνίες |
συνέπτυξαν κοινωνίες |
συνεχιζόμενη ανάπτυξη |
συνεχόμενη ανάπτυξη |
συνήλθε το συμβούλιο |
συνήρθε το συμβούλιο |
συνονθύλευμα: συνένωση ανόμοιων πραγμάτων |
συνοθύλευμα |
συρρίκνωση της Ελλάδας |
συρρίκνωση του ελληνισμού |
Τ
|
|
τα γλυπτά του Παρθενώνα |
τα μάρμαρα του Παρθενώνα |
τις οίδε: ποιος ξέρει |
τις είδε |
το εξιτήριο του αρρώστου |
το εξιτήριο του άρρωστου |
τόσο πολλή ανάγκη |
τόση πολλή ανάγκη |
τόσο πολύς κόσμος |
τόσος πολύς κόσμος |
του δεκαπενταμελούς |
του δεκαπενταμελές |
επί τούτου: πάνω σ’ αυτό, επ’ αυτού, επίτηδες |
επί τούτου: ειδικά γι’ αυτό |
επί τούτω: ειδικά γι’ αυτό |
επί τούτω: πάνω σ’ αυτό |
προς τούτο: για το σκοπό αυτό |
προς τούτο: προς αυτό |
προς (επί) τούτοις: επιπλέον, επιπροσθέτως |
|
τροχάδην: τρέχοντας, πολύ γρήγορα |
επί τροχάδην |
Υ
|
|
υπόγραψε (=να υπογράψεις) εδώ |
υπέγραψε (=να υπογράψεις) εδώ |
ο υπογεγραμμένος, ο υπογραφόμενος |
ο κάτωθι υπογεγραμμένος |
υπόγραψε (=να υπογράψεις) την αίτησή σου |
υπέγραψε (=να υπογράψεις) την αίτησή σου |
υπόψη (υπ’ όψιν) |
υπόψει |
Φ
|
|
φύρδην μίγδην: ανακατωμένα, σε μεγάλη ακαταστασία |
φύρδην μίρδην |
Χ |
|
χαίρομαι, διότι (γιατί) |
χαίρομαι ότι |
χαίρω, διότι (γιατί) |
χαίρω ότι |
χάσμα γενεών |
χασμισμός γενεών, χάσμα γενών |
χρειώδη, τα: τα αναγκαία, απαραίτητα |
τα χρεώδη |
Ψ |
|
ψυχαγωγία |
ψυχαγώγηση |
Ω |
|
ωστόσο: και όμως, εντούτοις |
ωστόσο όμως |