- Νεωτερισμός
ΣΥΝ: καινοτομία, πρωτοτυπία, μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμός, ανανέωση
ΑΝΤ: συντηρητισμός, οπισθοδρόμηση, ρουτίνα, παράδοση
- Νικώ
ΣΥΝ: κερδίζω, πρωτεύω, υπερτερώ, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ
ΑΝΤ: ηττώμαι, χάνω, υστερώ, υποκύπτω, παραδίδομαι, υποτάσσομαι
- Νιώθω
ΣΥΝ: αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, διαισθάνομαι, ξέρω, νοώ
ΑΝΤ: αγνοώ, αδιαφορώ, περιφρονώ
- Νόημα
ΣΥΝ: σημασία, έννοια, λόγος, πρόθεση, κίνητρο, προορισμός, ιδέα, αξία, ιδεώδες
ΑΝΤ: μορφή, τύπος
- Νοητός
ΣΥΝ: ιδεατός, νοερός, φανταστικός, υποθετικός, εύληπτος, λογικός, βάσιμος
ΑΝΤ: αισθητός, πραγματικός, δεδομένος, αδιανόητος, άτοπος, παράλογος, απτός
- Ντελίριο
ΣΥΝ: παραλήρημα, μανία, λύσσα, φρενίτιδα, παραφροσύνη, παραφορά, εξαλλοσύνη
ΑΝΤ:νηφαλιότητα,ψυχραιμία,ηρεμία,απάθεια,απογοήτευση,μελαγχολία,στενοχώρια,οδύνη
- Ντιμπέιτ
ΣΥΝ: τηλεμαχία, τηλεδιάλογος
ΑΝΤ: τηλεοπτικός μονόλογος
- Νωθρός
ΣΥΝ: αργοκίνητος, νωχελικός, αργόστροφος, χαλαρός, άτονος
ΑΝΤ: σβέλτος, γρήγορος, εργατικός, φιλόπονος, επιμελής, εύστροφος
- Ξακουστός
ΣΥΝ: ονομαστός, θρυλικός, πασίγνωστος, φημισμένος, περίφημος
ΑΝΤ: άγνωστος, άσημος, αφανής, ανώνυμος, τυχαίος, αγνοημένος
- Ξεδιαλύνω
ΣΥΝ: ξεμπερδεύω, διασαφηνίζω, φωτίζω, ξεκαθαρίζω
ΑΝΤ: συσκοτίζω, μπερδεύω, θολώνω
- Ξεκαθαρίζω
ΣΥΝ: διαχωρίζω, τακτοποιώ, κανονίζω, ρυθμίζω, απαλλάσσω, ξεβρομίζω
ΑΝΤ: ανακατεύω, θολώνω, παρατώ, επιβαρύνω, φορτώνω, ενισχύω
- Ξεπερνώ
ΣΥΝ: υπερβάλλω, επισκιάζω, υπερτερώ, υπερέχω, πρωτεύω, αντιμετωπίζω
ΑΝΤ: υστερώ, μειονεκτώ, υπολείπομαι, κάμπτομαι, προσαρμόζομαι
- Ξεσηκώνω
ΣΥΝ: αναστατώνω, υποκινώ, ξεμυαλίζω, απομακρύνω, αντιγράφω, υιοθετώ
ΑΝΤ: ηρεμώ, γαληνεύω, αδρανοποιώ, υποτάσσομαι, συνετίζω, δημιουργώ
- Ξεσπώ
ΣΥΝ: εκδηλώνομαι, εκρήγνυμαι, υφίσταμαι, επιτίθεμαι, ξεθυμαίνω
ΑΝΤ: αποτρέπομαι, απομακρύνομαι, ατονώ, γλιτώνω, συγκρατούμαι, αποφεύγω
- Ξεφεύγω
ΣΥΝ: διαφεύγω, γλιτώνω, αποκλίνω, εκτρέπομαι, παρεκβαίνω, χάνω
ΑΝΤ: συλλαμβάνομαι, παγιδεύομαι, συμβιβάζομαι, συμμορφώνομαι, μένω
- Ξέφρενος
ΣΥΝ: παράφρων, τρελός, υπέρμετρος, υπερβολικός, ιλιγγιώδης, φρενήρης
ΑΝΤ: λογικός, ήρεμος, νηφάλιος, μετρημένος, συγκρατημένος, αργός, κανονικός
- Ξοδεύω
ΣΥΝ: δαπανώ, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, σπαταλώ, σκορπίζω, καταστρέφω
ΑΝΤ:εισπράττω,εξοικονομώ,συντηρώ,αποθηκεύω,φείδομαι,υπολογίζω,μετρώ
- Οδηγώ
ΣΥΝ: κατευθύνω, συνοδεύω, καθοδηγώ, διαφωτίζω, καταλήγω, φτάνω, επιφέρω
ΑΝΤ: εκτρέπω, παραπλανώ, ξεγελώ, ακολουθώ, κυνηγώ, υπηρετώ, υπακούω
- Οικειοθελής
ΣΥΝ: εκούσιος, εθελούσιος, εθελοντικός, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος
ΑΝΤ: ακούσιος, υποχρεωτικός, (κατ) αναγκαστικός
- Οικουμενικός
ΣΥΝ: παγκόσμιος, πλανητικός, διεθνής, γενικός, συνολικός, καθολικός
ΑΝΤ: τοπικός, εθνικός, μερικός, μονοκομματικός
- Οίκτος
ΣΥΝ:συμπόνια,ψυχοπόνια,λύπηση,λύπη,συμπάθεια,ευσπλαχνία,ευαισθησία,ευσυγκινησία
ΑΝΤ:ασπλαχνία,απονιά,ανοικτιρμοσύνη,αναλγησία,αναισθησία,ασυγκινησία
- Όλεθρος
ΣΥΝ: αφανισμός, χαμός, θάνατος, εξολόθρευση, εξόντωση, γενοκτονία
ΑΝΤ: σωτηρία, διάσωση, επιβίωση, προστασία, διατήρηση, δημιουργία
- Ομοιογενής
ΣΥΝ: ενιαίος, αδιαφοροποίητος, αρμονικός, ομοιομερής, ομοιόμορφος
ΑΝΤ: ανομοιογενής, ετερόκλητος, ποικίλος, διαφοροποιημένος, ανομοιόμορφος
- Όμοιος
ΣΥΝ: ίδιος, ταυτόσημος, παρεμφερής, σχετικός, συναφής, ισοδύναμος, ίσος
ΑΝΤ: άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, αντίθετος, άσχετος, αταίριαστος
- Ορατός
ΣΥΝ: θεατός, φαινόμενος, αντιληπτός, διακρινόμενος
ΑΝΤ: αόρατος, αθέατος, δυσδιάκριτος
- Ορθολογικός
ΣΥΝ:πρακτικός,αποτελεσματικός,ρασιοναλιστικός,λογοκρατικός,λογοκεντρικός
ΑΝΤ:ανορθολογικός,ιρασιοναλιστικός,παράλογος,αυθαίρετος,υποκειμενικός
- Οριστικός
ΣΥΝ: συντελεσμένος, ολοκληρωμένος, τελικός, τελεσίδικος, διαμορφωμένος
ΑΝΤ: ρευστός, εξελισσόμενος, προσωρινός, εφήμερος, στιγμιαίος, μεταβλητός
- Ουσία
ΣΥΝ: ύλη, γεύση, το νόημα, το περιεχόμενο, το βάθος, ο πυρήνας, το πνεύμα
ΑΝΤ: τύπος, μορφή, επιφάνεια, το φαίνεσθαι, οι λεπτομέρειες, το επουσιώδες
- Πάγιος
ΣΥΝ:αμετάβλητος,σταθερός,διαρκής,μόνιμος,τελειωμένος,τελεσίδικος,οριστικός,συνήθης
ΑΝΤ:μεταβλητός,ασταθής,προσωρινός,στιγμιαίος,τρεπτός,καινοφανής,πρωτότυπος
- Παλεύω
ΣΥ:συμπλέκομαι,χτυπιέμαι,αναμετριέμαι,ανταγωνίζομαι,μοχθώ.πασχίζω,προσπαθώ,επιμένω
ΑΝΤ:φιλιώνω,συνδιαλέγομαι,συμβιβάζομαι,ειρηνεύω,γλιτώνω,αδρανώ,οκνώ,τεμπελιάζω
- Πανούργος
ΣΥΝ:δόλιος,απατεώνας,επίβουλος,καταχθόνιος,εφευρητικός,επινοητικός,επιδέξιος,πονηρός
ΑΝΤ: αγαθός, αθώος, απονήρευτος, αγνός, άδολος, τίμιος, ευθύς
- Παραβαίνω
ΣΥΝ:παραβιάζω,καταπατώ,αθετώ,αναιρώ,προδίδω,απεμπολώ,αγνοώ,ξεχνώ,διαγράφω
ΑΝΤ:σέβομαι,τηρώ,κρατώ,τιμώ,ανταποκρίνομαι,εκπληρώνω,υλοποιώ,εφαρμόζω.εμμένω
- Παραβλέπω
ΣΥΝ:αγνοώ,υποβαθμίζω,υποτιμώ,εθελοτυφλώ,συγχωρώ,προσπερνώ,ανέχομαι,παρακάμπτω
ΑΝ:παρατηρώ,προσέχω,εντοπίζω,μεγεθύνω.υπερτιμώ,καταγγέλω,τιμωρώ,δυσφορώ,αντιδρώ
- Παραγκωνίζω
ΣΥ:παραμερίζω,απομακρύνω,εκτοπίζω,υποσκελίζω,εξοντώνω,νικώ,περιθωριοποιώ,αδρανώ
ΑΝΤ:βοηθώ,συνδράμω,συμπαραστέκομαι,ενισχύω,προβάλλω,προωθώ,αναδεικνύω
- Παραθέτω
ΣΥΝ:μνημονεύω,αναφέρω,επαναλαμβάνω,εκθέτω,παρουσιάζω,προβάλλω,προσκομίζω
ΑΝΤ: αποσιωπώ, αγνοώ, αποκρύπτω, αφαιρώ, αποσύρω, απομονώνω, στερώ
- Παρακάμπτω
ΣΥ:αποφεύγω,αποκλίνω,υπερπηδώ,ξεπερνώ,παραβιάζω,αντιπαρέρχομαι,προσπερνώ,αφήνω
ΑΝΤ:συναντώ,προσκρούω,αντιμετωπίζω,στέκομαι,υπολογίζω,μεγαλοποιώ,μεγεθύνω,τονίζω
- Παρακινώ
ΣΥΝ:προτρέπω,παροτρύνω,ενθαρρύνω,κεντρίζω,εξάπτω,φουντώνω,οδηγώ,ωθώ,σκουντώ
ΑΝΤ: αποτρέπω, απωθώ, εμποδίζω, αποθαρρύνω, απομακρύνω, εκτρέπω
- Παρακμή
ΣΥΝ:πτώση,διάλυση,κατάρρευση,αποδυνάμωση,φθορά,σήψη,τέλος,απαξίωση,ύφεση
ΑΝΤ:ακμή,άνοδος,πρόοδος,ανάπτυξη,ισχύς,δημιουργικότητα,ζωντάνια,λάμψη,καταξίωση
- Παρακούω
ΣΥΝ: απειθώ, απειθαρχώ, αγνοώ, (μτφ) γράφω
ΑΝ:υπακούω,εισακούω,ακούω,πειθαρχώ,υπολογίζω,προσαρμόζομαι,υποτάσσομαι,υποκύπτω
- Παραλλαγή
ΣΥΝ:διαφοροποίηση,τροποποίηση,ποικιλία,εκδοχή,συνδυασμός,πρόβλεψη,μορφή,εφαρμογή
ΑΝΤ: (συν- / δια-) τήρηση, πρότυπο, πρωτότυπο, αρχικό, αυθεντικό, στάνταρ
- Παράλογος
ΣΥΝ:άλογος,αδικαιολόγητος,ακατανόητος,άμυαλος,άφρων,άτοπος,αβάσιμος,απίστευτος
ΑΝΤ:λογικός,έλλογος,εύλογος,δικαιολογημένος,κατανοητός,έγκυρος,συνηθισμένος,κοινός
- Παρανοώ
ΣΥΝ: παρεξηγώ, παρερμηνεύω, κρίνω εσφαλμένα
ΑΝΤ: κατανοώ, ερμηνεύω σωστά
- Παράξενος
ΣΥΝ:περίεργος,ασυνήθιστος,αλλόκοτος,ιδιότροπος,ιδιόρρυθμος,εκκεντρικός,αξιοπερίεργος
ΑΝΤ:συνηθισμένος,κοινός,οικείος,φυσιολογικός,κανονικός,εύλογος,κατανοητός,φιλικός
- Παρασύρω
Σ:σέρνω,τραβώ,ανατρέπω,συνεπαίρνω,ξεμυαλίζω,παραπλανώ,εμπλέκω,ξελογιάζω,αποπλανώ
ΑΝΤ:απωθώ,εμποδίζω,σταματώ,διώχνω,απομακρύνω,απογπητεύω,εξοργίζω,προστατεύω
- Παρείσακτος
ΣΥΝ: απρόσκλητος, ακάλεστος, ξένος, άσχετος, αταίριαστος, ανεπιθύμητος
ΑΝΤ:καλεσμένος,επίσημος,οικείος,μέλος,επιθυμητός,αποδεκτός,ταιριαστός
- Παρέκκλιση
ΣΥ:λοξοδρόμηση,εκτροπή,απομάκρυνση,φυγή,διαφοροποίηση,αποστασιοποίηση,παράβαση,παραβίαση,εγκατάλειψη,περιφρόνηση,αγνόηση
ΑΝΤ:ευθυπορία,συνέπεια,σταθερότητα,αφοσίωση,εμμονή,τήρηση,σεβασμός,διατήρηση
- Παροιμιώδης
ΣΥΝ:πασίγνωστος,φημισμένος,διάσημος,ξακουστός,περιώνυμος,ονομαστός,κλασικός,ανυπολόγιστος,ασύλληπτος,μυθώδης,μνημειώδης,ξεχωριστός
ΑΝ:άγνωστος,κοινός,κοινότοπος,συνήθης,τετριμμένος,ανύπαρκτος,υποθετικός,φανταστικός,ασήμαντος,ανούσιος,ισχνός
- Παρόμοιος
ΣΥΝ: παρεμφερής, παραπλήσιος, συναφής, ανάλογος, σχετικός, συγγενής
ΑΝ:ανόμοιος,διαφορετικός,αλλιώτκος,ιδιαίτερος,ιδιόμορφος,ξεχωριστός,αντίθετος,διάφορος
- Πάσχω
ΣΥΝ:υποφέρω,ταλαιπωρούμαι,δεινοπαθώ,υστερώ,μειονεκτώ,πονώ,υποφέρω
ΑΝΤ:καλοπερνώ,ευημερώ,ευτυχώ,ευχαριστιέμαι,υγιαίνω,πλεονεκτώ,επαρκώ,αδιαφορώ
- Πατάσσω
ΣΥΝ:χτυπώ,πλήττω,καταπολεμώ,συντρίβω,αντιμετωπίζω,καταστέλλω,εξουδετερώνω
ΑΝΤ:επιβραβεύω,τιμώ,ανταμείβω,συντηρώ,τροφοδοτώ,διαιωνίζω,σώζω,ενισχύω,πριμοδοτώ
- Παύω
ΣΥΝ:καταπαύω,σταματώ,τερματίζω,απολύω,απομακρύνω,καταργώ,λήγω,κοπάζω,σιωπώ
ΑΝΤ:αρχίζω,ξεκινώ,προσλαμβάνω,διορίζω,εγκαθιστώ,τοποθετώ,φέρνω,συνεχίζω,εξακολουθώ,φλυαρώ,θορυβώ
- Περιθώριο
Σ:πλαίσιο,δυνατότητα,ευχέρεια,ελευθερία,προθεσμία,αποκλεισμός,παρασκήνιο,υποβάθμιση
ΑΝΤ:επίκεντρο,πυρήνας,αδυναμία,περιορισμός,προσκήνιο,κομφορμισμός,ένταξη,αποδοχή
- Περιορίζω
ΣΥΝ:οριοθετώ,συγκρατώ,καθηλώνω,φράζω,ελαττώνω,λιγοστεύω,δεσμεύω,υποχρεώνω,εμποδίζω,δυσχεραίνω,αρκούμαι,στέκομαι
ΑΝΤ:επεκτείνω,εξαπλώνω,διευρύνω,μεγαλώνω,πολλαπλασιάζω,ενισχύω,αποδεσμεύω,διευκολύνω,υποβοηθώ,επιτρέπω,υπερβαίνω,ξεπερνώ
- Περίπλοκος
Σ:πολύπλοκος,σύνθετος,πολυσχιδής,μπερδεμένος,ανακατεμένος,δυσχερής,δύσκολος,ασαφής
ΑΝΤ:απλός,σαφής,ξεκάθαρος,προφανής,εύκολος,λιτός,φυσικός,βατός,προσιτός
- Περιφανής
ΣΥΝ:περίφημος,περιώνυμος,ονομαστός,διάσημος,φημισμένος,περιλάλητος,θρυλικός,πασίγνωστος,εντυπωσιακός,έξοχος,εκπληκτικός,ένδοξος
ΑΝΤ:άσημος,άγνωστος,ανώνυμος,άδοξος,ευτελής,ασήμαντος,άθλιος,απαράδεκτος,ταπεινός,συνηθισμένος,κοινός
- Πετυχαίνω
ΣΥΝ:κατορθώνω,πραγματοποιώ,καταφέρνω,σημαδεύω,απαντώ,μαντεύω,καταλαβαίνω,συναντώ,ανταμώνω,προοδεύω,προκόβω,εξελίσσομαι,περνάω,πετυχαίνω
ΑΝΤ:αποτυγχάνω,αποτυχαίνω,αστοχώ,χαλάω,αλλοιώνω,παραποιώ,αγνοώ,απορρίπτομαι
- Πλήρης
ΣΥΝ:γεμάτος,ολοκληρωμένος,τέλειος,άρτιος,ακέραιος,απείραχτος,άθικτος,ολομερής,ολικός
Α:άδειςο,κενός,απλήρωτος,ατελής,μερικός,ελλιπής,λειψός,μειωμένος,ασήμαντος,επιλεκτικός
- Ποικίλος
ΣΥΝ:διάφορος,πολυποίκιλος,πολύμορφος,ποικιλόμορφος,ποικιλότροπος,ανάκατος
ΑΝΤ:ένας,μοναδικός,αποκλειστικός,ομοιόμορφος,ενιαίος,ομοιογενής,στερεότυπος,ίδιος
- Ποιότητα
ΣΥΝ: ουσία, ιδιοσυστασία, κλάση, επίπεδο, συνθήκες, κατάσταση, χροιά
ΑΝΤ: ποσότητα, τύπος, το φαίνεσθαι
- Πολυσήμαντος
ΣΥ:πολύσημος,αμφίσημος,διφορούμενος,βαρυσήμαντος,σπουδαίος,σημαίνων,καθοριστικός
ΑΝΤ:μονοσήμαντος,σαφής,ξεκάθαρος,απλός,προφανής,ασήμαντος,αδιάφορος,ανούσιος,κοινότοπος,συνηθισμένος
- Πολυτελής
ΣΥΝ:ακριβός,πλούσιος,πολυέξοδος,δαπανηρός,αριστοκρατικός,χλιδάτος,λουσάτος,λουξ
ΑΝΤ:ευτελής,φτηνός,ταπεινός,φτωχός,φτωχικός,λιτός,λαϊκός,άθλιος,μίζερος
- Πράος
ΣΥΝ:ήμερος,φιλειρηνικός,φιλήσυχος,πολιτισμένος,προσεκτικός,συγκρατημένος,μετρημένος,στωικός,ατάραχος,ευγενικός,γλυκός
ΑΝΤ:άγριος,βίαιος,βάναυσος,σκαιός,απότομος,ευέξαπτος,αψύς,αψίκορος/αψίθυμος,θυελλώδης,σκληρός,κακός
- Πράττω
ΣΥΝ: κάνω, εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, φέρομαι, αντιδρώ
ΑΝΤ: αδρανώ, αμελώ, παραμελώ, αδιαφορώ, αποφεύγω
- Προάγω
ΣΥΝ:βελτιώνω,αναβαθμίζω,εξελίσσω,ενισχύω,αναπτύσσω,τροφοδοτώ,προβιβάζω,προωθώ
ΑΝΤ:χειροτερεύω,υπονομεύω,βλάπτω,πλήττω,δυσφημώ,καταστρέφω,παραμελώ,υποβιβάζω
- Προδιάθεση
ΣΥΝ:προκατάληψη,ψυχολογία,αντιμετώπιση,διάθεση,ροπή,τάση,κλίση,ευπάθεια,ενόρμηση
- Προδικάζω
ΣΥΝ: προεξοφλώ, προαποφαίνομαι, προβλέπω, προεικάζω
- Προθυμία
ΣΥΝ:διάθεση,όρεξη,σπουδή,ζήλος,κέφι,φλόγα,φιλοτιμία,ειλικρίνεια,προαίρεση,εκθυμία
ΑΝΤ:απροθυμία,αζηλία,αδιαφορία,παθητικότητα,ραθυμία,δυσφορία,τυπικότητα,υποκρισία
- Προνόμιο
ΣΥΝ: αποκλειστικότητα, εύνοια, ευεργεσία, προσόν, άνεση, ελευθερία
ΑΝΤ:αξιοκρατία,δημοκρατία,ισονομία,μειονέκτημα,αποκλεισμός,απαγόρευση,επιβάρυνση
- Προσαρμόζω
ΣΥΝ: συνταιριάζω, μοντάρω, εναρμονίζω, αλλάζω, ενσωματώνομαι, εξοικειώνομαι
ΑΝΤ:αποσυνδέω,ξεκολλάω,αποσπώ,ξηλώνω,συντηρώ,κρατάω,διαφέρω,αποκλίνω,απέχω
- Προσφέρω
ΣΥ:δίνω,χαρίζω,σερβίρω,δωρίζω,κληροδοτώ,συνεισφέρω,κάνω,αφιερώνω,παρέχω,διαθέτω
ΑΝΤ:παίρνω,παραλαμβάνω,αρπάζω,αφαιρώ,στερώ,αγοράζω,δέχομαι,κληρονομώ,αποκτώ
- Προσωρινός
ΣΥΝ:πρόσκαιρος,βραχύβιος,παροδικός,περαστικός,φευγαλέος,πεταχτός,εφήμερος,εποχικός
ΑΝΤ:μόνιμος,διαρκής,αιώνιος,παντοτινός,οριστικός,τελεσίδικος,συνεχής,πάγιος,σταθερός
- Προϋπόθεση
ΣΥΝ:όρος,συνθήκες,προαπαιτούμενο,βάση,αφετηρία,παραδοχή,συμφωνία,δέσμευση
ΑΝΤ: αποτέλεσμα, συνέπεια, παρεπόμενο, κατάληξη
- Πρόφαση
ΣΥΝ:δικαιολογία,δικαιολόγημα,σόφισμα,επινόηση,τέχνασμα,αφορμή,πρόσχημα
ΑΝΤ: αλήθεια, πραγματικό γεγονός, βάσιμη εξήγηση
- Προωθώ
ΣΥΝ:σπρώχνω,ενισχύω,στηρίζω,προάγω,διαδίδω,γνωστοποιώ,συντελώ,συνεισφέρω,υποστηρίζω,επιταχύνω,προχωρώ,διεισδύω,προελαύνω
ΑΝΤ:απωθώ,επαναφέρω,διώκω,αποκλείω,απομακρύνω,μειώνω,ανακαλώ,εναντιώνομαι
- Πρωτοπόρος
ΣΥΝ:καινοτόμος,πρωτεργάτης,κορυφαίος,πρώτος,επικεφαλής,φιλοπρόοδος,πρωτουργός
ΑΝΤ:συντηρητικός,οπισθοδρομικός,αντιδραστικός,αντίπαλος,διώκτης,επικριτής,εχθρός
- Πρωτοφανής
ΣΥΝ:πρωτοεμφανιζόμενος,πρωτόγνωρος,ανήκουστος,παράλογος,καινοφανής,ασύγκριτος
ΑΝΤ:γνωστός,οικείος,γνώριμος,συνηθισμένος,κοινός,κλασικός,κοινότοπος,τετριμμένος
- Ραγδαίος
ΣΥΝ: άφθονος, πυκνός, έντονος, βίαιος, θυελλώδης, καταιγιστικός, απότομος
ΑΝΤ: σιγανός, αραιός, ήσυχος, ήπιος, μαλακός, αργός, βραδύς
- Ρεαλιστικός
ΣΥΝ: ζωντανός, παραστατικός, πιστός, πρακτικός, αντικειμενικός, κυνικός
ΑΝΤ: εξιδανικευμένος, ουτοπικός, υποκειμενικός, ιδεαλιστικός, θεωρητικός
- Ρέω
ΣΥΝ: κυλώ, κατευθύνομαι, εξελίσσομαι, αλλάζω, αναβλύζω, αφθονώ
ΑΝΤ: πήζω, σταματώ, παγώνω, ελλείπω, σπανίζω
- Ριψοκίνδυνος
ΣΥΝ: παράτολμος, τολμηρός, άφοβος, θαρραλέος, παρακινδυνευμένος, επίφοβος
ΑΝΤ: μετρημένος, προσεκτικός, επιφυλακτικός, άτολμος, δειλός, ασφαλής