Συγγραφικό έργο

Ευρετήριο Άρθρου

 

  • Νεωτερισμός

ΣΥΝ: καινοτομία, πρωτοτυπία, μεταρρύθμιση, εκσυγχρονισμός, ανανέωση

ΑΝΤ: συντηρητισμός, οπισθοδρόμηση, ρουτίνα, παράδοση

  • Νικώ

ΣΥΝ: κερδίζω, πρωτεύω, υπερτερώ, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ

ΑΝΤ: ηττώμαι, χάνω, υστερώ, υποκύπτω, παραδίδομαι, υποτάσσομαι

  • Νιώθω

ΣΥΝ: αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, διαισθάνομαι, ξέρω, νοώ

ΑΝΤ: αγνοώ, αδιαφορώ, περιφρονώ

  • Νόημα

ΣΥΝ: σημασία, έννοια, λόγος, πρόθεση, κίνητρο, προορισμός, ιδέα, αξία, ιδεώδες

ΑΝΤ: μορφή, τύπος

  • Νοητός

ΣΥΝ: ιδεατός, νοερός, φανταστικός, υποθετικός, εύληπτος, λογικός, βάσιμος

ΑΝΤ: αισθητός, πραγματικός, δεδομένος, αδιανόητος, άτοπος, παράλογος, απτός

  • Ντελίριο

ΣΥΝ: παραλήρημα, μανία, λύσσα, φρενίτιδα, παραφροσύνη, παραφορά, εξαλλοσύνη
ΑΝΤ:νηφαλιότητα,ψυχραιμία,ηρεμία,απάθεια,απογοήτευση,μελαγχολία,στενοχώρια,οδύνη

  • Ντιμπέιτ

ΣΥΝ: τηλεμαχία, τηλεδιάλογος

ΑΝΤ: τηλεοπτικός μονόλογος

  • Νωθρός

ΣΥΝ: αργοκίνητος, νωχελικός, αργόστροφος, χαλαρός, άτονος

ΑΝΤ: σβέλτος, γρήγορος, εργατικός, φιλόπονος, επιμελής, εύστροφος

  • Ξακουστός

ΣΥΝ: ονομαστός, θρυλικός, πασίγνωστος, φημισμένος, περίφημος

ΑΝΤ: άγνωστος, άσημος, αφανής, ανώνυμος, τυχαίος, αγνοημένος

  • Ξεδιαλύνω

ΣΥΝ: ξεμπερδεύω, διασαφηνίζω, φωτίζω, ξεκαθαρίζω

ΑΝΤ: συσκοτίζω, μπερδεύω, θολώνω

  • Ξεκαθαρίζω

ΣΥΝ: διαχωρίζω, τακτοποιώ, κανονίζω, ρυθμίζω, απαλλάσσω, ξεβρομίζω

ΑΝΤ: ανακατεύω, θολώνω, παρατώ, επιβαρύνω, φορτώνω, ενισχύω

  • Ξεπερνώ

ΣΥΝ: υπερβάλλω, επισκιάζω, υπερτερώ, υπερέχω, πρωτεύω, αντιμετωπίζω
ΑΝΤ
: υστερώ, μειονεκτώ, υπολείπομαι, κάμπτομαι, προσαρμόζομαι

  • Ξεσηκώνω

ΣΥΝ: αναστατώνω, υποκινώ, ξεμυαλίζω, απομακρύνω, αντιγράφω, υιοθετώ
ΑΝΤ
: ηρεμώ, γαληνεύω, αδρανοποιώ, υποτάσσομαι, συνετίζω, δημιουργώ

  • Ξεσπώ

ΣΥΝ: εκδηλώνομαι, εκρήγνυμαι, υφίσταμαι, επιτίθεμαι, ξεθυμαίνω

ΑΝΤ: αποτρέπομαι, απομακρύνομαι, ατονώ, γλιτώνω, συγκρατούμαι, αποφεύγω

  • Ξεφεύγω

ΣΥΝ: διαφεύγω, γλιτώνω, αποκλίνω, εκτρέπομαι, παρεκβαίνω, χάνω
ΑΝΤ
: συλλαμβάνομαι, παγιδεύομαι, συμβιβάζομαι, συμμορφώνομαι, μένω

  • Ξέφρενος

ΣΥΝ: παράφρων, τρελός, υπέρμετρος, υπερβολικός, ιλιγγιώδης, φρενήρης
ΑΝΤ
: λογικός, ήρεμος, νηφάλιος, μετρημένος, συγκρατημένος, αργός, κανονικός

  • Ξοδεύω

ΣΥΝ: δαπανώ, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, σπαταλώ, σκορπίζω, καταστρέφω

ΑΝΤ:εισπράττω,εξοικονομώ,συντηρώ,αποθηκεύω,φείδομαι,υπολογίζω,μετρώ

  • Οδηγώ

ΣΥΝ: κατευθύνω, συνοδεύω, καθοδηγώ, διαφωτίζω, καταλήγω, φτάνω, επιφέρω

ΑΝΤ: εκτρέπω, παραπλανώ, ξεγελώ, ακολουθώ, κυνηγώ, υπηρετώ, υπακούω

  • Οικειοθελής

ΣΥΝ: εκούσιος, εθελούσιος, εθελοντικός, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος

ΑΝΤ: ακούσιος, υποχρεωτικός, (κατ) αναγκαστικός

  • Οικουμενικός

ΣΥΝ: παγκόσμιος, πλανητικός, διεθνής, γενικός, συνολικός, καθολικός

ΑΝΤ: τοπικός, εθνικός, μερικός, μονοκομματικός

  • Οίκτος

ΣΥΝ:συμπόνια,ψυχοπόνια,λύπηση,λύπη,συμπάθεια,ευσπλαχνία,ευαισθησία,ευσυγκινησία

ΑΝΤ:ασπλαχνία,απονιά,ανοικτιρμοσύνη,αναλγησία,αναισθησία,ασυγκινησία

  • Όλεθρος

ΣΥΝ: αφανισμός, χαμός, θάνατος, εξολόθρευση, εξόντωση, γενοκτονία

ΑΝΤ: σωτηρία, διάσωση, επιβίωση, προστασία, διατήρηση, δημιουργία

  • Ομοιογενής

ΣΥΝ: ενιαίος, αδιαφοροποίητος, αρμονικός, ομοιομερής, ομοιόμορφος

ΑΝΤ: ανομοιογενής, ετερόκλητος, ποικίλος, διαφοροποιημένος, ανομοιόμορφος

  • Όμοιος

ΣΥΝ: ίδιος, ταυτόσημος, παρεμφερής, σχετικός, συναφής, ισοδύναμος, ίσος

ΑΝΤ: άλλος, διαφορετικός, αλλιώτικος, αντίθετος, άσχετος, αταίριαστος

 

  • Ορατός

ΣΥΝ: θεατός, φαινόμενος, αντιληπτός, διακρινόμενος

ΑΝΤ: αόρατος, αθέατος, δυσδιάκριτος

  • Ορθολογικός

ΣΥΝ:πρακτικός,αποτελεσματικός,ρασιοναλιστικός,λογοκρατικός,λογοκεντρικός

ΑΝΤ:ανορθολογικός,ιρασιοναλιστικός,παράλογος,αυθαίρετος,υποκειμενικός

  • Οριστικός

ΣΥΝ: συντελεσμένος, ολοκληρωμένος, τελικός, τελεσίδικος, διαμορφωμένος

ΑΝΤ: ρευστός, εξελισσόμενος, προσωρινός, εφήμερος, στιγμιαίος, μεταβλητός

  • Ουσία

ΣΥΝ: ύλη, γεύση, το νόημα, το περιεχόμενο, το βάθος, ο πυρήνας, το πνεύμα

ΑΝΤ: τύπος, μορφή, επιφάνεια, το φαίνεσθαι, οι λεπτομέρειες, το επουσιώδες

  • Πάγιος

ΣΥΝ:αμετάβλητος,σταθερός,διαρκής,μόνιμος,τελειωμένος,τελεσίδικος,οριστικός,συνήθης

ΑΝΤ:μεταβλητός,ασταθής,προσωρινός,στιγμιαίος,τρεπτός,καινοφανής,πρωτότυπος

  • Παλεύω

ΣΥ:συμπλέκομαι,χτυπιέμαι,αναμετριέμαι,ανταγωνίζομαι,μοχθώ.πασχίζω,προσπαθώ,επιμένω

ΑΝΤ:φιλιώνω,συνδιαλέγομαι,συμβιβάζομαι,ειρηνεύω,γλιτώνω,αδρανώ,οκνώ,τεμπελιάζω

  • Πανούργος

ΣΥΝ:δόλιος,απατεώνας,επίβουλος,καταχθόνιος,εφευρητικός,επινοητικός,επιδέξιος,πονηρός

ΑΝΤ: αγαθός, αθώος, απονήρευτος, αγνός, άδολος, τίμιος, ευθύς

  • Παραβαίνω

ΣΥΝ:παραβιάζω,καταπατώ,αθετώ,αναιρώ,προδίδω,απεμπολώ,αγνοώ,ξεχνώ,διαγράφω

ΑΝΤ:σέβομαι,τηρώ,κρατώ,τιμώ,ανταποκρίνομαι,εκπληρώνω,υλοποιώ,εφαρμόζω.εμμένω

  • Παραβλέπω

ΣΥΝ:αγνοώ,υποβαθμίζω,υποτιμώ,εθελοτυφλώ,συγχωρώ,προσπερνώ,ανέχομαι,παρακάμπτω

ΑΝ:παρατηρώ,προσέχω,εντοπίζω,μεγεθύνω.υπερτιμώ,καταγγέλω,τιμωρώ,δυσφορώ,αντιδρώ

  • Παραγκωνίζω

ΣΥ:παραμερίζω,απομακρύνω,εκτοπίζω,υποσκελίζω,εξοντώνω,νικώ,περιθωριοποιώ,αδρανώ

ΑΝΤ:βοηθώ,συνδράμω,συμπαραστέκομαι,ενισχύω,προβάλλω,προωθώ,αναδεικνύω

  • Παραθέτω

ΣΥΝ:μνημονεύω,αναφέρω,επαναλαμβάνω,εκθέτω,παρουσιάζω,προβάλλω,προσκομίζω

ΑΝΤ: αποσιωπώ, αγνοώ, αποκρύπτω, αφαιρώ, αποσύρω, απομονώνω, στερώ

  • Παρακάμπτω

ΣΥ:αποφεύγω,αποκλίνω,υπερπηδώ,ξεπερνώ,παραβιάζω,αντιπαρέρχομαι,προσπερνώ,αφήνω

ΑΝΤ:συναντώ,προσκρούω,αντιμετωπίζω,στέκομαι,υπολογίζω,μεγαλοποιώ,μεγεθύνω,τονίζω

  • Παρακινώ

ΣΥΝ:προτρέπω,παροτρύνω,ενθαρρύνω,κεντρίζω,εξάπτω,φουντώνω,οδηγώ,ωθώ,σκουντώ

ΑΝΤ: αποτρέπω, απωθώ, εμποδίζω, αποθαρρύνω, απομακρύνω, εκτρέπω

  • Παρακμή

ΣΥΝ:πτώση,διάλυση,κατάρρευση,αποδυνάμωση,φθορά,σήψη,τέλος,απαξίωση,ύφεση

ΑΝΤ:ακμή,άνοδος,πρόοδος,ανάπτυξη,ισχύς,δημιουργικότητα,ζωντάνια,λάμψη,καταξίωση

  • Παρακούω

ΣΥΝ: απειθώ, απειθαρχώ, αγνοώ, (μτφ) γράφω

ΑΝ:υπακούω,εισακούω,ακούω,πειθαρχώ,υπολογίζω,προσαρμόζομαι,υποτάσσομαι,υποκύπτω

  • Παραλλαγή

ΣΥΝ:διαφοροποίηση,τροποποίηση,ποικιλία,εκδοχή,συνδυασμός,πρόβλεψη,μορφή,εφαρμογή

ΑΝΤ: (συν- / δια-) τήρηση, πρότυπο, πρωτότυπο, αρχικό, αυθεντικό, στάνταρ

  • Παράλογος

ΣΥΝ:άλογος,αδικαιολόγητος,ακατανόητος,άμυαλος,άφρων,άτοπος,αβάσιμος,απίστευτος

ΑΝΤ:λογικός,έλλογος,εύλογος,δικαιολογημένος,κατανοητός,έγκυρος,συνηθισμένος,κοινός

  • Παρανοώ

ΣΥΝ: παρεξηγώ, παρερμηνεύω, κρίνω εσφαλμένα

ΑΝΤ: κατανοώ, ερμηνεύω σωστά

  • Παράξενος

ΣΥΝ:περίεργος,ασυνήθιστος,αλλόκοτος,ιδιότροπος,ιδιόρρυθμος,εκκεντρικός,αξιοπερίεργος

ΑΝΤ:συνηθισμένος,κοινός,οικείος,φυσιολογικός,κανονικός,εύλογος,κατανοητός,φιλικός

  • Παρασύρω

Σ:σέρνω,τραβώ,ανατρέπω,συνεπαίρνω,ξεμυαλίζω,παραπλανώ,εμπλέκω,ξελογιάζω,αποπλανώ

ΑΝΤ:απωθώ,εμποδίζω,σταματώ,διώχνω,απομακρύνω,απογπητεύω,εξοργίζω,προστατεύω

  • Παρείσακτος

ΣΥΝ: απρόσκλητος, ακάλεστος, ξένος, άσχετος, αταίριαστος, ανεπιθύμητος

ΑΝΤ:καλεσμένος,επίσημος,οικείος,μέλος,επιθυμητός,αποδεκτός,ταιριαστός

  • Παρέκκλιση

ΣΥ:λοξοδρόμηση,εκτροπή,απομάκρυνση,φυγή,διαφοροποίηση,αποστασιοποίηση,παράβαση,παραβίαση,εγκατάλειψη,περιφρόνηση,αγνόηση

ΑΝΤ:ευθυπορία,συνέπεια,σταθερότητα,αφοσίωση,εμμονή,τήρηση,σεβασμός,διατήρηση

  • Παροιμιώδης

ΣΥΝ:πασίγνωστος,φημισμένος,διάσημος,ξακουστός,περιώνυμος,ονομαστός,κλασικός,ανυπολόγιστος,ασύλληπτος,μυθώδης,μνημειώδης,ξεχωριστός

ΑΝ:άγνωστος,κοινός,κοινότοπος,συνήθης,τετριμμένος,ανύπαρκτος,υποθετικός,φανταστικός,ασήμαντος,ανούσιος,ισχνός

  • Παρόμοιος

ΣΥΝ: παρεμφερής, παραπλήσιος, συναφής, ανάλογος, σχετικός, συγγενής

ΑΝ:ανόμοιος,διαφορετικός,αλλιώτκος,ιδιαίτερος,ιδιόμορφος,ξεχωριστός,αντίθετος,διάφορος

  • Πάσχω

ΣΥΝ:υποφέρω,ταλαιπωρούμαι,δεινοπαθώ,υστερώ,μειονεκτώ,πονώ,υποφέρω

ΑΝΤ:καλοπερνώ,ευημερώ,ευτυχώ,ευχαριστιέμαι,υγιαίνω,πλεονεκτώ,επαρκώ,αδιαφορώ

  • Πατάσσω

ΣΥΝ:χτυπώ,πλήττω,καταπολεμώ,συντρίβω,αντιμετωπίζω,καταστέλλω,εξουδετερώνω

ΑΝΤ:επιβραβεύω,τιμώ,ανταμείβω,συντηρώ,τροφοδοτώ,διαιωνίζω,σώζω,ενισχύω,πριμοδοτώ

  • Παύω

ΣΥΝ:καταπαύω,σταματώ,τερματίζω,απολύω,απομακρύνω,καταργώ,λήγω,κοπάζω,σιωπώ

ΑΝΤ:αρχίζω,ξεκινώ,προσλαμβάνω,διορίζω,εγκαθιστώ,τοποθετώ,φέρνω,συνεχίζω,εξακολουθώ,φλυαρώ,θορυβώ

  • Περιθώριο

Σ:πλαίσιο,δυνατότητα,ευχέρεια,ελευθερία,προθεσμία,αποκλεισμός,παρασκήνιο,υποβάθμιση

ΑΝΤ:επίκεντρο,πυρήνας,αδυναμία,περιορισμός,προσκήνιο,κομφορμισμός,ένταξη,αποδοχή

  • Περιορίζω

ΣΥΝ:οριοθετώ,συγκρατώ,καθηλώνω,φράζω,ελαττώνω,λιγοστεύω,δεσμεύω,υποχρεώνω,εμποδίζω,δυσχεραίνω,αρκούμαι,στέκομαι

ΑΝΤ:επεκτείνω,εξαπλώνω,διευρύνω,μεγαλώνω,πολλαπλασιάζω,ενισχύω,αποδεσμεύω,διευκολύνω,υποβοηθώ,επιτρέπω,υπερβαίνω,ξεπερνώ

  • Περίπλοκος

Σ:πολύπλοκος,σύνθετος,πολυσχιδής,μπερδεμένος,ανακατεμένος,δυσχερής,δύσκολος,ασαφής

ΑΝΤ:απλός,σαφής,ξεκάθαρος,προφανής,εύκολος,λιτός,φυσικός,βατός,προσιτός

  • Περιφανής

ΣΥΝ:περίφημος,περιώνυμος,ονομαστός,διάσημος,φημισμένος,περιλάλητος,θρυλικός,πασίγνωστος,εντυπωσιακός,έξοχος,εκπληκτικός,ένδοξος

ΑΝΤ:άσημος,άγνωστος,ανώνυμος,άδοξος,ευτελής,ασήμαντος,άθλιος,απαράδεκτος,ταπεινός,συνηθισμένος,κοινός

  • Πετυχαίνω

ΣΥΝ:κατορθώνω,πραγματοποιώ,καταφέρνω,σημαδεύω,απαντώ,μαντεύω,καταλαβαίνω,συναντώ,ανταμώνω,προοδεύω,προκόβω,εξελίσσομαι,περνάω,πετυχαίνω

ΑΝΤ:αποτυγχάνω,αποτυχαίνω,αστοχώ,χαλάω,αλλοιώνω,παραποιώ,αγνοώ,απορρίπτομαι

  • Πλήρης

ΣΥΝ:γεμάτος,ολοκληρωμένος,τέλειος,άρτιος,ακέραιος,απείραχτος,άθικτος,ολομερής,ολικός

Α:άδειςο,κενός,απλήρωτος,ατελής,μερικός,ελλιπής,λειψός,μειωμένος,ασήμαντος,επιλεκτικός

  • Ποικίλος

ΣΥΝ:διάφορος,πολυποίκιλος,πολύμορφος,ποικιλόμορφος,ποικιλότροπος,ανάκατος

ΑΝΤ:ένας,μοναδικός,αποκλειστικός,ομοιόμορφος,ενιαίος,ομοιογενής,στερεότυπος,ίδιος

  • Ποιότητα

ΣΥΝ: ουσία, ιδιοσυστασία, κλάση, επίπεδο, συνθήκες, κατάσταση, χροιά

ΑΝΤ: ποσότητα, τύπος, το φαίνεσθαι

  • Πολυσήμαντος

ΣΥ:πολύσημος,αμφίσημος,διφορούμενος,βαρυσήμαντος,σπουδαίος,σημαίνων,καθοριστικός

ΑΝΤ:μονοσήμαντος,σαφής,ξεκάθαρος,απλός,προφανής,ασήμαντος,αδιάφορος,ανούσιος,κοινότοπος,συνηθισμένος

  • Πολυτελής

ΣΥΝ:ακριβός,πλούσιος,πολυέξοδος,δαπανηρός,αριστοκρατικός,χλιδάτος,λουσάτος,λουξ

ΑΝΤ:ευτελής,φτηνός,ταπεινός,φτωχός,φτωχικός,λιτός,λαϊκός,άθλιος,μίζερος

  • Πράος

ΣΥΝ:ήμερος,φιλειρηνικός,φιλήσυχος,πολιτισμένος,προσεκτικός,συγκρατημένος,μετρημένος,στωικός,ατάραχος,ευγενικός,γλυκός

ΑΝΤ:άγριος,βίαιος,βάναυσος,σκαιός,απότομος,ευέξαπτος,αψύς,αψίκορος/αψίθυμος,θυελλώδης,σκληρός,κακός

  • Πράττω

ΣΥΝ: κάνω, εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, φέρομαι, αντιδρώ

ΑΝΤ: αδρανώ, αμελώ, παραμελώ, αδιαφορώ, αποφεύγω

  • Προάγω

ΣΥΝ:βελτιώνω,αναβαθμίζω,εξελίσσω,ενισχύω,αναπτύσσω,τροφοδοτώ,προβιβάζω,προωθώ

ΑΝΤ:χειροτερεύω,υπονομεύω,βλάπτω,πλήττω,δυσφημώ,καταστρέφω,παραμελώ,υποβιβάζω

  • Προδιάθεση

ΣΥΝ:προκατάληψη,ψυχολογία,αντιμετώπιση,διάθεση,ροπή,τάση,κλίση,ευπάθεια,ενόρμηση

  • Προδικάζω

ΣΥΝ: προεξοφλώ, προαποφαίνομαι, προβλέπω, προεικάζω

  • Προθυμία

ΣΥΝ:διάθεση,όρεξη,σπουδή,ζήλος,κέφι,φλόγα,φιλοτιμία,ειλικρίνεια,προαίρεση,εκθυμία

ΑΝΤ:απροθυμία,αζηλία,αδιαφορία,παθητικότητα,ραθυμία,δυσφορία,τυπικότητα,υποκρισία

  • Προνόμιο

ΣΥΝ: αποκλειστικότητα, εύνοια, ευεργεσία, προσόν, άνεση, ελευθερία

ΑΝΤ:αξιοκρατία,δημοκρατία,ισονομία,μειονέκτημα,αποκλεισμός,απαγόρευση,επιβάρυνση

  • Προσαρμόζω

ΣΥΝ: συνταιριάζω, μοντάρω, εναρμονίζω, αλλάζω, ενσωματώνομαι, εξοικειώνομαι

ΑΝΤ:αποσυνδέω,ξεκολλάω,αποσπώ,ξηλώνω,συντηρώ,κρατάω,διαφέρω,αποκλίνω,απέχω

  • Προσφέρω

ΣΥ:δίνω,χαρίζω,σερβίρω,δωρίζω,κληροδοτώ,συνεισφέρω,κάνω,αφιερώνω,παρέχω,διαθέτω

ΑΝΤ:παίρνω,παραλαμβάνω,αρπάζω,αφαιρώ,στερώ,αγοράζω,δέχομαι,κληρονομώ,αποκτώ

  • Προσωρινός

ΣΥΝ:πρόσκαιρος,βραχύβιος,παροδικός,περαστικός,φευγαλέος,πεταχτός,εφήμερος,εποχικός

ΑΝΤ:μόνιμος,διαρκής,αιώνιος,παντοτινός,οριστικός,τελεσίδικος,συνεχής,πάγιος,σταθερός

  • Προϋπόθεση

ΣΥΝ:όρος,συνθήκες,προαπαιτούμενο,βάση,αφετηρία,παραδοχή,συμφωνία,δέσμευση

ΑΝΤ: αποτέλεσμα, συνέπεια, παρεπόμενο, κατάληξη

  • Πρόφαση

ΣΥΝ:δικαιολογία,δικαιολόγημα,σόφισμα,επινόηση,τέχνασμα,αφορμή,πρόσχημα

ΑΝΤ: αλήθεια, πραγματικό γεγονός, βάσιμη εξήγηση

  • Προωθώ

ΣΥΝ:σπρώχνω,ενισχύω,στηρίζω,προάγω,διαδίδω,γνωστοποιώ,συντελώ,συνεισφέρω,υποστηρίζω,επιταχύνω,προχωρώ,διεισδύω,προελαύνω

ΑΝΤ:απωθώ,επαναφέρω,διώκω,αποκλείω,απομακρύνω,μειώνω,ανακαλώ,εναντιώνομαι

  • Πρωτοπόρος

ΣΥΝ:καινοτόμος,πρωτεργάτης,κορυφαίος,πρώτος,επικεφαλής,φιλοπρόοδος,πρωτουργός

ΑΝΤ:συντηρητικός,οπισθοδρομικός,αντιδραστικός,αντίπαλος,διώκτης,επικριτής,εχθρός

  • Πρωτοφανής

ΣΥΝ:πρωτοεμφανιζόμενος,πρωτόγνωρος,ανήκουστος,παράλογος,καινοφανής,ασύγκριτος

ΑΝΤ:γνωστός,οικείος,γνώριμος,συνηθισμένος,κοινός,κλασικός,κοινότοπος,τετριμμένος

  • Ραγδαίος

ΣΥΝ: άφθονος, πυκνός, έντονος, βίαιος, θυελλώδης, καταιγιστικός, απότομος
ΑΝΤ: σιγανός, αραιός, ήσυχος, ήπιος, μαλακός, αργός, βραδύς

  • Ρεαλιστικός

ΣΥΝ: ζωντανός, παραστατικός, πιστός, πρακτικός, αντικειμενικός, κυνικός

ΑΝΤ: εξιδανικευμένος, ουτοπικός, υποκειμενικός, ιδεαλιστικός, θεωρητικός

  • Ρέω

ΣΥΝ: κυλώ, κατευθύνομαι, εξελίσσομαι, αλλάζω, αναβλύζω, αφθονώ

ΑΝΤ: πήζω, σταματώ, παγώνω, ελλείπω, σπανίζω

  • Ριψοκίνδυνος

ΣΥΝ: παράτολμος, τολμηρός, άφοβος, θαρραλέος, παρακινδυνευμένος, επίφοβος

ΑΝΤ: μετρημένος, προσεκτικός, επιφυλακτικός, άτολμος, δειλός, ασφαλής

«Στον Μικρό μου Επαναστάτη και στο Όνειρό Μας»

Δείτε Επίσης...

Επισκέπτες Ιστοσελίδας

Σύνολο2909433

Συνδεδεμένοι τώρα

1
Επισκέπτες

10 Δεκεμβρίου 2024